Powered By Blogger

Σάββατο 7 Μαρτίου 2009

chapter 2 part 3

Φυσικά αυτή που καλούσε ήταν η Αντα.



“όλα καλά έφτασα, αλλά που είναι το σπίτι; να αρχίσω να ρωτάω; είσαι αρκετά διάσημος η θα δυσκολευτω;”
“περίμενε να σου δώσω τον Χρήστο να σε καθοδηγήσει, τρελοκομείο” ενώ χάρηκα που άκουσα τον τόνο της φωνής της. Κυριολεκτικά κελαηδουσε, απεπνεε ένα τόνο χαράς, αισιοδοξίας, ένα τόνο που με έκανε χαρούμενο σαν άνθρωπο που ειχε συμβάλλει σ'αυτο το αποτέλεσμα.
Είχαμε βγει στην ταράτσα και παρακολουθούσαμε τον δρόμο ώσπου είδαμε να ξεπροβάλλει το αυτοκίνητο της ενώ ο Χρήστος της έκανε πλάκα ενώ την καθοδηγούσε.

“μάλλον καλά πας. Τι βλέπεις αριστερά σου;..ωραία, δεξιά σου;”
“τον καφέ πως τον πίνεις; ....χα χα παρκάρισε κι έλα, ... ναι..παίρνεις το ασανσέρ πατάς το τρία, σε βγάζει στο τέσσερα, και μετά ένα όροφο με τα πόδια.. Ε όχι και ανώμαλοι κορίτσι μου, απλά ο εργολάβος το έτσουζε λιγάκι, έλα σε περιμένουμε.”

Εδώ θα μου επιτρέψετε να κάνω μια παρένθεση , ακόμα, για να σας ανοίξω τον κρυφό κατάλογο των προτιμήσεων μου που αφορά το γυναικείο φύλο.
Πάντα μελαχρινές,και πάντα πάνω από ένα και εβδομήντα πέντε.
Στοιχειώδες μυαλό, και αντίληψη, (κάνω και τις παραδοχές μου), και απόλυτος στο θέμα του χιούμορ. Άνθρωποι χωρίς χιούμορ δεν είχαν θέση δίπλα μου αλλά και στην ζωή μου.

“να μαι κι εγώ, καλέ τι ωραίο σπίτι είναι αυτό;” ρώτησε μια κοντή ξανθιά με πλατινέ για την ακρίβεια μαλλί, που ξεπρόβαλε στην πόρτα μου.
Μπήκα τέταρτος στην σειρά καθώς φιλούσε κατά σειρά εμφανίσεως, Θωμά, Λίνα,Χρήστο.
“κι εσύ σίγουρα είσαι ο από μηχανής θεός που βοηθάς ανθρώπους”
είπε και μου έτεινε το χέρι της να με χαιρετίσει.
“Χαίρομαι πάρα πολύ και δεν έχω λόγια να σ'ευχαριστησω, σου χρωστάω πολλά”
“πέραν του κόστους του τηλεφωνήματος δεν χρωστάς τίποτα, κι αυτό επειδή θέλεις να χρωστάς κάτι. Να είσαι σίγουρη ότι κανένας δεν παίρνει κάποιον στην δουλειά του αν δεν αξίζει. Και για είμαστε και πιο απόλυτοι, κανένας δεν ρισκάρει την θέση του και την καριέρα του για να εξυπηρετήσει φίλη φίλου, αν δεν είναι εκατό τοις εκατό σίγουρος για τις δυνατότητες της. Οκ; το κλείσαμε. Κάτσε τώρα απόλαυσε την θέα και πες μας τι έγινε γιατι δεν ξέρουμε τίποτα.”
“ το ξέρω , είπα στον Βασίλη να μην σου πει τίποτα γιατι ήθελα να στα πω εγώ.”
“μπα; έγινε και Βασίλης ακόμα δεν τον είδαμε;”

“είναι καταπληκτικός άνθρωπος, αυτός μου είπε να τον λέω έτσι, και πιο πολύ μιλάγαμε για σένα παρά για την δουλειά”
“α, ναι; και τι λέγατε αν επιτρέπεται; καλά η κακά”
“δεν έχω ακούσει καλύτερα λόγια για έναν άνθρωπο από έναν άλλο”
“που όμως τυγχάνει να είναι φίλος του” , συμπλήρωσα νοιώθοντας όβολα.

Είχαμε κάτσει στις μαξιλάρες και πίναμε τον καφέ μας και την άκουγα να λέει τα πάντα για την δουλειά της, να ρωτάει πως πάνε τα παιδιά στο καινούργιο εγχείρημα τους, και γενικά έβλεπα ένα άτομο που δεν ειχε καμία σχέση με ότι είχα ακούσει από το τηλέφωνο.
“Εγώ παιδάκια πάω να μαγειρέψω, γιατι θα μείνουν νηστικοί οι άντρες μου, θα έρθετε να φάμε όλοι μαζί;” είπε η Λίνα.

Εκείνη την ώρα ανέκτησα τα ηνία και με τρόπο που δεν σήκωνε αντίρρηση είπα “ α όχι, σήμερα θα μου κάνει την τιμή η Αντα να πάμε να φάμε μαζί για να γιορτάσουμε την καινούργια της δουλειά
Ε τι λες;”
“γιατι όχι, με χαρά , μόνο Χρήστο θα σου ζητήσω μια χάρη, μη μάθουν οι άλλοι ότι είμαι εδώ, θα πούνε γιατι δεν πήγα να τους δω και ξέρεις τώρα, πως είναι οι γέροι”
“εντάξει μείνε ήσυχη, αυτόν μόνο πρόσεχε, συμπλήρωσε γελώντας, γιατι δεν αφήνει θηλυκό για θηλυκό, μην τον βλέπεις έτσι είναι επικίνδυνος τύπος”
“Χρήστο έφευγες μην σε καθυστερουμε,” και περνώντας το χέρι μου πάνω απ τον ώμο του τον συνόδευσα μέχρι την πόρτα.
“Πάντως είσαι μεγάλος πούστης, δεν παίζεις δίκαια, τι ήταν αυτό που πέταξες;”
“σιγά μην σε ταΐζω ένα μήνα ρε μαλάκα, πας καλά;”

Έκλεισα πίσω μου την πόρτα και είδα την Αντα να έχει βγει στην ταράτσα και να παίρνει βαθιές αναζωογονητικές ανάσες με τα μάτια κλειστά.
“είδες τι χάνεται οι Αθηναίοι;”
“καλά εδώ είσαι Βασιλιάς, δεν το συζητώ, με τα παιδιά γνωρίζεστε καιρό;”
“δεν θα το έλεγα καιρό, δυο τρεις μήνες μόνο αλλά πως να στο εξηγήσω ,λες και είμαστε μαζί χρόνια”
“πάντως το χεις αυτό, κάνεις τον άλλο και αισθάνεται μαζί σου οικεία σχεδόν απ την πρώτη στιγμή. Εμένα μου φαίνεται ότι σε ξέρω χρόνια , μην το θεωρήσεις υπερβολή, ακούγεται τρελλο αλλά νοιώθω ότι μπορώ να σε εμπιστευτώ για οτιδήποτε”
“ μην μασσας ο αέρας είναι, τυχαία ήρθα εδώ; είναι μέρος μιας ευρύτερης συνομοσιας να κατακτήσω τον κόσμο, έλα μην γελάς, πάμε να φάμε τίποτα, γιατι εγώ όταν πεινάω δεν ζαλίζομαι απλώς, λιποθυμαω” .
Το γεύμα κύλησε πάρα πολύ ευχάριστα. Και ειχε και μεγάλη διάρκεια Συνήθως εγώ είμαι ο φλύαρος και ο περίεργος , αλλά εκείνη την μέρα είδα έναν άνθρωπο που απελευθερώθηκε, έναν άνθρωπο που ειχε ανάγκη έναν άλλον άνθρωπο, κάποιον να την ακούσει, αυτό το απλό πράγμα που έχουμε όλοι μας κάποια στιγμή ανάγκη. Σε κάποιον να τα πούμε, να ξελαφρώσουμε.
Δεν συνέβη έτσι εύκολα όμως. Όλα ξεκίνησαν με μια ερώτηση που της έκανα μετά την πρώτη πρόποση .
“καθρέφτη έχεις σπίτι σου;'
“και βέβαια, και μάλιστα τεράστιο”
“που ακριβώς είναι, σε ποιο δωμάτιο;”
“καλά ότι δεν είσαι απ τους ανθρώπους που συναντας κάθε μέρα τοχω καταλάβει, αλλά και οι ερωτήσεις σου είναι το ίδιο νομίζω, σπάνιες”
“λέγε ρε που θα κρίνεις και τις ερωτήσεις του Θείου Κωτσου, και για να σε βοηθήσω τον καθρέφτη τον έχεις εκεί που κάθεσαι και μιλάς στο τηλέφωνο;”
γελώντας και εντελώς χαλαρωμενη, προσπαθούσε να σκεφτεί. Την έβγαλα απ τον κόπο συμπληρώνοντας.
“αν δεν τον έχεις εκεί , να τον βάλεις αύριο, για να δεις την διαφορά. Αν μπορούσες να δεις τώρα αυτό που βλέπω , και έχοντας σχηματίσει μια εικόνα απ τις χτεσινές συνομιλίες μας θα έβλεπες γιατι επιμένω, μην με κοιτάς τρωγε”
Είχαμε παραγγείλει μια ψαρουκλα που την πάλευε με το μαχαίρι και το πηρουνι.
“Κοριτσάρα μου δεν ακούς τι σου λέει το ψάρι;”
“όχι τι λέει”
¨σκυψε λίγο , άκου, ακούς;”
“όχι”
“να με ακουμπήσουν τα χεράκια σου κι ας πεθάνω, λέει. Πιαστο με τα χεράκια να του ικανοποιήσεις την τελευταία του επιθυμία”.
Κλείνω τα μάτια μου κι ακόμα ακούω τα γέλια της. Την βλέπω πως έγλυφε μετά ένα ένα τα δάχτυλα της, όπως η Βουγιουκλάκη, δεν θυμάμαι σε ποια ταινία.
Πολύ εύκολα το ένα μπουκάλι κρασί απόκτησε ταίρι, οι άμυνες , και οι γλώσσες είχαν χαλαρώσει. Η διάθεση ειχε βάλει την καλή της φορεσιά, και δικαιωματικά καθόταν στην καλύτερη θέση του τραπεζιού.
Το στρείδι που ειχε καθίσει στην ψυχή της ,σιγά σιγά άνοιγε και άφηνε να φανεί όλη η θλίψη που έκρυβε.
Δεν έπαιζα με καθαρούς όρους και το ήξερα. Αυτό όμως που επίσης ήξερα αλλά δεν του έδωσα σημασία είναι ότι , η ζωή τιμωρεί.

Δεν υπάρχουν σχόλια: