“έλα Χρήστο μου,” ακούστηκε η νυσταγμένη φωνή της και μ'εκανε να “ψαχτώ” στιγμιαία γιατί αυτό που άκουσα μου άρεσε τόσο πολύ.
“Σαράντα πέντε” απάντησα.
“Τι σαράντα πέντε; ποιος είναι; “
“Κώστας, απάντησα, αλλά αφού με βάφτισες Χρήστο πρέπει να μου πάρεις και παπουτσακια, γι αυτό σου λέω και το νούμερο για να μην κάνεις λάθος και τρέχουμε για αλλαγές.”
Το τηλεφώνημα πρέπει να την έβγαλε από κατάσταση περισυλλογής και να την ξάφνιασε ευχάριστα. Στο βάθος άκουγα ένα τραγούδι ενός καλλιτέχνη που θα εξελισσόταν σε μελλοντική μου αδυναμία, Μιχάλης Χατζηγιάννης. Πάντα απορούσα τι έβρισκαν στα κλαψιάρικα και καψουρικα τραγούδια του, αχ, που νάξερα!
“Θυμάσαι ,συνέχισα, που σου είπα πριν να πλύνεις δοντάκια καί να κοιμηθείς;”
Ένα “ναι” όλο απορία και με μια δόση προσμονής ακούστηκε.
“Άκυρα τα δοντάκια, πάρε σίδερο και σιδέρωσε γιατί αύριο έχεις ραντεβού για καινούργια δουλειά, μένει να κανονίσουμε τον μισθό, οπού εκεί θα κάνεις ότι σου πω χωρίς καμία εξαίρεση. Συμφωνείς;”
“εντάξη αλλά...”
“δεν έχει αλλά, ούτε επειδή, πάρε στιλο και γράφε”
“μισό λεπτό με έχεις αιφνιδιάσει”
“έτσι πρέπει αγάπη μου”, είπα παίρνοντας ύφος και προφορά Ψινάκη, “αν δεν αιφνιδιάσεις την γυναίκα και την αφήσεις να πάρει τα ηνία στα χέρια της τό'χασες το παιγνίδι, και μία που λέμε για παιγνίδι τι ομάδα είσαι, για νά'χουμε καλό ρώτημα;”
“φυσικά γαβρίνα, και τα γέλια της σκέπασαν τον Χατζηγιάννη που ήδη ειχε αρχίσει να μην ταιριάζει με το κλίμα που διαμορφωνόταν μέσα στο δωμάτιο της.
Της είπα το νούμερο του Βασίλη, προσπάθησα να της εξηγήσω την σχέση μου μαζί του,της εγγυήθηκα για το ακέραιο του χαρακτήρα του, ανταλλάξαμε τηλέφωνα,και δώσαμε ραντεβού τηλεφωνικό για την επόμενη μέρα το πρωί.
Κλείνοντας το κινητό πρόσεξα ότι η ώρα ειχε πάει δώδεκα παρά δέκα. Η Λίνα μάζευε ένα τραπέζι και ο Χρήστος κοίταγε γελώντας.
“Πάω πάνω, αδερφέ, δεν λέω τίποτα τώρα, όταν τελειώσετε τα λέμε να τα ακούει και η ξανθιά, να μην τα λέω δυο φορές”
“μμμμ ξανθιά ξανθιά αλλά πανέξυπνη ζακυνθινή, όχι σαν κάτι τρελλοκερκυραιους”
“ρε βλαμμενο , απάντησα, πόσες φορές στο'χω πει, το τρελάδικο το έχουμε για τους υπόλοιπους επτανήσιους γιατί έχουμε καλό κλίμα που κάνει καλό στους τρελλους.
Είμαστε ευγενείς και απόγονοι Ενετών. Εμάς Τούρκος δεν μας πάτησε. Άσε κοριτσάκι μου λοιπόν τα σούρδου- μούρδου και παραδέξου ότι παρακαλάς τον καλό Θεούλη να σε ειχε κάνει κερκυραία”.
Την άφησα να φτύνει γελώντας τον κόρφο της και ανέβηκα στο σπίτι περιμένοντας τους να τελειώσουν την δουλειά τους.
Λογικό να απορείτε αλλά εδώ πρέπει να κάνω μια παρένθεση και να εξηγήσω μερικά πράγματα.
Υπήρχε μια ιεροτελεστία που επαναλαμβανόταν όλο το καλοκαίρι μέχρι τον Δεκέμβριο.
Μοναδική εξαίρεση όταν υπήρχε στο σπίτι γυναίκα , η “ξέκολο”, η “τσουλάκι,” η “σπίτι δεν έχει να πάει”, κατά τους προσφιλείς χαρακτηρισμούς της ¨Λίνας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου