“κώτσο απ το πρωί που το ξέρει έχει σκάσει και δεν θέλει να στο πει, δεν είναι τίποτα του λέω αλλά αυτός το θεωρεί μεγάλο πράγμα γιατί δεν έχει μάθει να υποχρεώνεται”
“για λέγε με εσκασες”.
“η ξαδέρφη του η ελενη έχει μια κόρη την Aντα που σε ένα μήνα μείνει από δουλειά. Δουλεύει με οκτάμηνη σύμβαση που τον αυγουστο τελειώνει. Ο πατέρας της και όλοι μας ψάχνουμε να βρούμε δουλειά και δεν μπορούμε, και ο Χρήστος είπε, για την ακρίβεια εγώ το σκέφτηκα να σου το πούμε. Εσύ με τόσες γνωριμίες κάτι παραπάνω θα μπορούσες να κάνεις.”
Να πω την αλήθεια γέλασα γιατί περίμενα κάτι πολύ πιο σοβαρό να ακούσω. Βέβαια όταν εσύ έχεις εξασφαλίσει καλή δουλειά δεν πάει ο νους σου ότι για κάποιον άλλο αποτελεί κυρίαρχο θέμα.
“οκέι, είπα, τι ξέρει η κοπελίτσα και σε τι τομέα δουλεύει;”
“μισό λεπτό να έρθει ο Χρήστος που τα γνωρίζει καλύτερα, είπε και έκανε να πάει μέσα στο μαγαζί να τον φωνάξει, άλλα δεν χρειάστηκε γιατί βγήκε εκείνος έξω.
Με κοίταξε με ένα βλέμμα που μου ήρθε να βάλω τα γέλια.
“καλά ρε μούργο αυτό ήτανε και ζορίστηκες τόσο πολύ; σιγά το πράγμα. Θα βρούμε δουλειά της κοπελιάς μην αγχώνεσαι. Δεν μου λες καλή η Aντα;”
“άντε πάλι εκεί ο νους σου, δεν είναι για σένα, θα σπάσεις τα δόντια σου. Είναι ζόρικο μωρό”
“μωρό; πόσο μωρό, στα μάτια σου βλέπω τον εισαγγελέα η πάνω απ είκοσι;”
“τριάντα και μακρυά απ τα γούστα σου, ξανθό με κοντό μαλλί και όχι πάνω απ ένα και εβδομήντα που θες εσύ” μου είπε γελώντας και έχοντας πλέον απελευθερωθεί απ το άγχος της χάρης.
“για λέγε τώρα λεπτομέρειες, για την δουλειά να ξέρω κι εγώ τι και που να ψάξω”
“ και που θες να ξέρω, περίμενε μισό να της τηλεφωνήσω.”
“κάτσε βρε παλαβέ τηλεφωνείς αύριο, τι σε έπιασε βραδιάτικα” του είπα καθώς είχε αρχίσει να γίνεται ακατάλληλη η ώρα.
“σιγά μην την ενοχλήσουμε, δουλειά θα της βρούμε” είπε ενώ ήδη την είχε καλέσει.
“Αντα τι κάνεις κορίτσι μου;, Χρήστος εδώ, είμαι με ένα φίλο Κώστα τον λένε και...τί να σου λέω πάρε τον ίδιο να τα πείτε, είναι σαν να μιλάς μαζί μου, έχει πολλές γνωριμίες και θα βοηθήσει να σου βρούμε δουλειά” της είπε και μου έκανε πάσα το τηλέφωνο πριν προλάβω να το καταλάβω.
“καλησπέρα Αντα τι παλαβό ξάδερφο έχεις, πως τον αντέχεις δεν μου λες κι εμένα;”
“καλησπέρα , για να είμαστε ακριβείς κανονικά είναι θείος μου αλλά δεν το λέμε. Κύριε Κώστα σας ευχαριστώ πολύ για την προσπάθεια”
“γιατί με σκοτώνεις κοπελιά μου; άκου κύριε Κώστα, σκέτο Κώστα και δεν είναι ανάγκη να ευχαριστείς για τίποτα, πες μου τώρα τι ακριβώς κάνεις στην δουλειά που είσαι τώρα;”
“δουλεύω σε γαλακτοβιομηχανία στο τμήμα αποθήκης και διακίνησης, ελέγχω παραγγελίες, φορτηγά, δρομολόγια και είμαι ο συνδετικός κρίκος με το τμήμα πωλήσεων, σε ένα μήνα λήγει η σύμβαση μου και έχω μάθει ότι απ τις τρεις κοπέλες θα μείνει μόνο η μία κι εγώ δυστυχώς είμαι η πιο καινούργια.”
Όσο μιλούσε παρατήρησα κάτι που είχα καιρό να το νιώσω. Μια γλυκιά, πολύ γλυκιά ταχυπαλμία. Παράλληλα ο νους μου έτρεχε σε γνωστούς που μπορούσαν να βοηθήσουν, κι όπως έτρεχε την λίστα σταμάτησε σε ένα όνομα. Βασίλης.
“θα σου πω κάτι Αντα μου, απ την φύση μου είμαι θετικός άνθρωπος και έχω μάθει να μην σκέφτομαι την αποτυχία, γι αυτό σου λέω ότι μπορείς να κοιμηθείς ήσυχη και να βγάλεις απ το μυαλό σου ότι μπορεί να μείνεις έστω και μια μέρα άνεργη, πες και κάτι άλλο που δεν πρόλαβε να μου πει ο Χρήστος, που μένεις;”
“Νίκαια, πλατεία ελευθερίας και έχω και δικό μου αυτοκίνητο”
“Ωραία,τώρα σαν καλό κορίτσι βούρτσισε τα δοντάκια και ετοιμάσου να κοιμηθείς και να δεις ωραία όνειρα”
Αργότερα έμαθα ότι εκείνο το βράδυ ήτανε ένα απ τα λίγα βράδια στην μέχρι τότε ζωή της που κοιμήθηκε γελώντας και νοιώθοντας ανάμεικτα καλά, και γλυκά συναισθήματα.
Κλείνοντας το τηλέφωνο με την Αντα έψαξα και βρήκα το νούμερο του Βασίλη που μέχρι πριν από ένα μήνα ειμασταν συνάδελφοι στον ίδιο όμιλο και τώρα ήταν εμπορικός διευθυντής σε μία εταιρεία εισαγωγών εξαγωγών ψαριών.
Κοίταξα την ώρα.
Έντεκα παρά τέταρτο, όχι πολύ αργά για καλοκαίρι.
“έλα μπιλάκο ενοχλάω δεν ενοχλάω,” του είπα θέλοντας να προλάβω αρνητικά σχόλια για την ώρα.
“ενοχλάς ρε μαλάκα γιατί άσχετα από κάτι ρεμάλια που έχουν την πολυτέλεια κάθε βράδυ να κοιμούνται με διαφορετική γυναίκα, υπάρχουμε κι εμείς οι οικογενειάρχες που κοιμόμαστε νωρίς κάθε βράδυ με την ίδια,γαμώ την ατυχία μου, τι κάνεις ρε κώτσο; πώς και μας θυμήθηκες τέτοια ώρα;”
“Μπιλάκο θέλω , του τόνισα επιτακτικά με το θάρρος που είχαμε μεταξύ μας, να κάνεις το παν να βρούμε δουλειά σε μια πολύ φίλη μου, επιστρατεύεις γνωριμίες και σε είκοσι μέρες πρέπει να έχει δουλειά”
“όλα καλά αν μου πεις πόσο φίλη είναι, την πηδάς η θες να την πηδήξεις;” τα γέλια του ακόμα αντηχούν στα αυτιά μου. “έλα σοβαρά πες μου τι ψάχνουμε;”
Του εξήγησα την δουλειά της Αντας και την εργασιακή της εμπειρία και η απάντηση με άφησε άφωνο.
“ ο αιώνιος κωλόφαρδος κώτσος, σήμερα έβαλα αγγελία για τέτοια θέση, αν είναι όσο καλή λες πες της να έρθει αύριο να την δω.”
Τον ευχαρίστησα και υποσχέθηκα να περάσω απ το γραφείο του να πιούμε κανένα καφέ και να τα πούμε, γιατί σπίτι του δεν μπορούσα πλέον να πάω επειδή όλη η παρέα είχαμε φάει κόκκινη κάρτα από την γυναίκα του. Η αιτία ήταν η ημέρα της γιορτής του Βασίλη που τα είχαμε κάνει ωπα, καθώς την είχαμε πέσει σε όλες τις ελεύθερες φίλες της.
Είχα μια παράξενη έκφραση επιτυχίας στο πρόσωπό μου και ο Χρήστος με την Λίνα με κοίταγαν και περίμεναν να ακούσουν.
“έλα τι έγινε θα μας πεις; η θα μας σκάσεις;”
“Τι να γίνει ρε παιδιά, βρήκε δουλειά πες της”
“πες το εσύ,” και μου έδωσε το τηλέφωνο που ήδη καλούσε.
1 σχόλιο:
Αρκετά διασκεδαστική συνέχεια και μου άρεσε που έκοψες το 2ο μέρος σε εκείνο το σημείο καθώς κέντρισε την περιέργειά μου και πάτησα γρήγορα το 3ο μέρος να μάθω τι το σημαντικό ήθελαν να του πουν...
Δημοσίευση σχολίου