Powered By Blogger

Παρασκευή 19 Ιουνίου 2009

ΜΙΑ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΕΝΗΜΕΡΩΜΕΝΗ ΜΑΤΙΑ

ΠΡΟΛΟΓΟΣ


Είναι άραγε εύκολο, και αν πόσο, ένα χρονικό διάστημα έξι μηνών να αλλάξει ριζικά την ζωή ενός ανθρώπου;
Στο βιβλίο αυτό ο κεντρικός ήρωας, ο Κώστας, η Κώτσος όπως τον φωνάζουν οι φίλοι του, βιώνει το Ζενίθ και αντικρύζει ανελέητα το Ναδίρ, μέσα από έναν ανεμοστρόβιλο συναισθημάτων που προκαλούνται από την ξαφνική παρουσία μιάς γυναίκας, στην μεχρι τότε τακτοποιημένη ζωή του.
Βιώνει τον τέλειο έρωτα;
Βρίσκει το άλλο του μισό;
Δημιουργεί και πρωταγωνιστεί σε ένα παραμύθι, η εχει πρωταγωνιστικό ρόλο κομπάρσου;
Ζει το όνειρό του, μέχρι τέλος και δεν διστάζει πουθενά. Ενσαρκώνει το ζήσε σήμερα σαν να ξέρεις ότι είναι η τελευταία σου μέρα.
Ότι διαβάσετε εχει γίνει. Σε κάποιες περιπτώσεις θα μπορούσε να ήταν ετσι , η αποτελούσε μύχια επιθυμία του Κώτσου να ειχε γίνει με τον τρόπο που περιγράφεται.Σε κάθε όμως περίπτωση τα αισθήματα υπάρχουν και είναι αληθινά και όχι ευφυές αποκύημα του συγγραφέα. Γεγονός όμως παραμένει η απάντηση που πρέπει να δώσει μια δεδομένη στιγμή στον εαυτο του.Ο ερωτας είναι πράξη αυτοθυσίας; Η είναι καθαρά ρητορικό το ερώτημα;











ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ

ΙΟΥΛΙΟΣ 2006



Ημέρα Παρασκευή. Η ώρα ειχε πάει οχτωμιση. Όλοι είχαν φύγει από το γραφείο και ειχε αρχίσει για τα καλά να τρελαίνεται ο ήλιος και να παίζει με όλους τους δυνατούς συνδυασμούς χρωματικών αποχρώσεων. Κοίταξα από το παράθυρο και είδα το παρκιγκ της εταιρείας σχεδόν άδειο. Παρατηρούσα ένα ένα τα αυτοκίνητα και προσπαθούσα να καταλάβω ποιοι άλλοι μαλάκες καθόντουσαν και δούλευαν ιουλιο μήνα μέχρι τώρα. Κατέληξα ότι ειμασταν οι ίδιοι και οι ίδιοι. Έκλεισα τον υπολογιστή και αργά άρχισα να περπατάω τα πρώτα από τα διακόσια μέτρα που με χώριζαν μέχρι το αυτοκίνητο. Δεν ξέρω αν απότομα βάρυνε η τσάντα η, η ψυχολογία μου αλλά ξαφνικά ένοιωσα ότι κάτι έλλειπε από την ζωή μου σε μεγάλο βαθμό. Είπα μερικές καληνυχτες και βρέθηκα να οδηγώ στην αγία μαρίνας -κορωπιου και να καταπίνω ένα ένα τα έντεκα χιλιόμετρα μέχρι να βγω στην παραλιακή. Εκεί ήταν που μου ήρθε μια διάθεση να μιλήσω στον εαυτό μου.
“είσαι σαράντα πια, έχεις μια καλή δουλειά, ένα ωραίο σπίτι ασχολείσαι με πιπίνια, πας μπουζούκια κάθε δεκαπέντε, πας κάθε μήνα, ταξιδάκια, γενικά καλοπερνάς αλλά χωρίς νόημα, που θα πάει αυτό;”Στο μυαλό μου ήρθε η εικόνα που είχα πάντα, και που με οδήγησε να κάνω το βήμα του γάμου, γάμου που διέκοψα την ύπαρξή του μετά από πάροδο πέντε χρονών.Η εικόνα ήταν δυο τρία κουτσούβελα, μια γαμάτη μανούλα και εγώ κάπου εκεί κοντά να καμαρώνω. Δυστυχώς δεν καμάρωσα ποτέ και γι αυτό μετανιώνω. Φταίμε κι οι δυο που λέει και το τραγούδι.
“τι σε έπιασε τώρα μου λες;” ρώτησε μια άλλη φωνή μέσα μου, γέλασα και σκέφτηκα ότι κάπως έτσι ξεκινάνε όσοι ακούνε φωνές και βλέπουν μυγάκια.
Δεν ξέρω αν σας έχει τύχει ποτέ να έχετε ένα καλό προαίσθημα γενικότερα, χωρίς κάτι συγκεκριμένο, απλά ρε παιδί μου να νοιώσεις ότι καλό θα σου συμβεί. Αυτό ένοιωσα μπαίνοντας στην παραλιακή και βλέποντας την θάλασσα. Τελικά το ζώδιο της παρθένου είναι ζώδιο του νερού; αν όχι, μαλακίες μας λένε οι πρωινατζουδες γιατί τρελαίνομαι για θάλασσα. Αυτός ήταν και ο κύριος λόγος που αποφάσισα να μετακομίσω προς παραλία μεριά, καθότι και ερασιτέχνης ψαράς. Ήδη σκεφτόμουν το σαββατοκύριακο που ξημέρωνε και έκανα τα πρώτα σχέδια στο μυαλό μου. Το κινητό άρχισε να χτυπάει στον ήχο του “η πιο καλή γκαρσόνα είμαι εγώ” και κατάλαβα ότι ήταν ο προσωπικός μου ψήστης και φίλος.
“έλα ρε αργείς; να βάλω να παίζει;” ακούστηκε η φωνή του Ακη .
“βάλε κοτόπουλο και σε δέκα φτάνω.“πάνω η κάτω;”«κάτω.»
Το πάνω η κάτω ήταν ο δικός μας κώδικας . Πάνω σήμαινε στο σπίτι μου και ότι είμαι με γκόμενα, κάτω σήμαινε στο μαγαζί στο δικό μου τραπέζι και με τον φραπέ έτοιμο να με περιμένει. Ισως το μοναδικό σουβλατζίδικο που έκανε και φραπέ.
Έφτασα Παλαιά Φώκαια και είδα τις ψαροταβέρνες να γεμίζουν σιγά σιγά. Έβαλα το αυτοκίνητο μπροστά από την είσοδο της πολυκατοικίας ,και ανέβηκα γρήγορα, νοιώθοντας την ανάγκη να πετάξω από πάνω μου γραβάτες και πουκάμισα ,και να κατέβω στον Ακη πριν πλακώσει δουλειά και δεν μπορούμε να μιλήσουμε.
Εδώ πρέπει να σας παρουσιάσω λίγο τον Ακη. Δραπέτης απ την κόλαση της Αθήνας κι αυτός , με μια τέλεια οικογένεια, με μια γυναίκα και ένα γυιό άλλο πράγμα. Προσπαθούσε να χτίσει και να ζήσει το όνειρο του , πολεμιστής ετών 35, σκληρός χαρακτήρας με ψυχή και καρδιά που αμφιβάλω αν υπάρχει δεύτερος τέτοιος άνθρωπος. Το μαγαζί του απ το σπίτι μου ήταν το πολύ πενήντα μέτρα. Το φραπεδάκι με περίμενε πάντα κατά περίεργο τρόπο, ότι ώρα και να έφτανα παγωμένο και τέλειο.
“Γιατί αργήσαμε σήμερα;”
“Αφού το ξέρεις ρε μούργο πάνω από όλα η δουλειά, μετά ο θρύλος και μετά όλοι οι άλλοι.”
“Αυτή την μανία σου με το ποδόσφαιρο δεν μπορώ να την χωνέψω ρε φίλε, εγώ αν δω μπάλα στον δρόμο την πάω στο τμήμα γιατί την περνάω για νάρκη.”
Ποτέ δεν μπόρεσα να καταλάβω πώς ήταν δυνατόν να υπάρχει άντρας που να μην ασχολείται με το ποδόσφαιρο και να μην είναι και gay. Τι σκατά τόσο πολύ άλλαξαν οι άντρες;
“Τι κάνουν τα αγόρια;” ακούστηκε η φωνή της Λίνας. Ερχόταν προς το μέρος μας κρατώντας μια μεγάλη πιατέλα με το κοτόπουλο μου .
“γιά λέει τι έχουμε για σήμερα, είπε αφήνοντας το φαΐ μπροστά μου, θα έρθει καμία κοκόνα να γελάσουμε, η μόνοι μας θα την βγάλουμε το σαββατοκύριακο;”
“ρε παιδιά αν σας πω τι έπαθα σήμερα θα αρχίσετε να γελάτε, αλλά μα την παναγία που λέει και ο πατέρας μου, όταν ερχόμουν με έπιασε μια νοσταλγία για γάμο και οικογένεια. Βαρέθηκα τις γκόμενες και τα πιπίνια, και πρέπει πλέον να κοιτάξω να φτιάξω κι εγώ κανένα κουτσούβελο.”
“νααααααα μαλάκα και παραλίγο να σε πιστέψω” και με μια μεγαλόπρεπη μούντζα με στόλισε κανονικά.
“να σε δω με γυναίκα και παιδιά, συνέχισε απτόητος, και εγώ θα πάρω διαρκείας στο Καραϊσκάκη”είπε γελώντας.
“γιατί ρε δεν με έχεις ικανό να το κάνω;” απάντησα δήθεν θιγμένος
“και ικανό σε έχω και πρέπει κάποτε να το κάνεις αλλά με τα μυαλά που κουβαλάς δεν το βλέπω να γίνεται γρήγορα έως καθόλου”.
Συνέχισε να μιλάει αλλά περιέργως είχα “φύγει” και τρώγοντας έβλεπα σε fast forward την περίοδο της ζωής μου με την Αννα που ήταν και είναι μέχρι τώρα η μόνη γυναίκα που κατάφερε να με οδηγήσει στα σκαλιά της εκκλησίας . Σα να προσπαθούσα να βρω τι είχε πάει λάθος σε αυτή την σχέση.
“.....κι αν δεν απεξαρτηθείς απ'τα πιπίνια δεν πρόκειται να σε δούμε ούτε γαμπρό ούτε μπαμπά. Κατάλαβες η να κάνω και κακά;”
Μαζί με τον μονόλογο άδειασα και το πιάτο.
Ξάπλωσα αναπαυτικά στην καρέκλα και παίρνοντας την κλασική ελληνική στάση του κορεσμού, οπού μετά από ένα καλό γεύμα θυμόμαστε την πείνα του τρίτου κόσμου, άναψα ένα chesterfield. Τσιγάρο που κάπνιζα ανελλιπώς απ τα φοιτητικά μου χρόνια.
“Πασσακα μου, φύσηξα τον καπνό κάνοντας μια παύση θέλοντας να δημιουργήσω ατμόσφαιρα, ποτέ δεν ξέρεις πότε το κοντό και ροζ παχουλοκομψό ανθρωπάκι θα σε χτυπήσει με το βέλος του. Και ποτέ δεν ξέρεις με ποια μορφή. Μπορεί να είναι πιπίνιον, μπορεί νάναι καμία τριαντάρα ελαφρώς μεταχειρισμένη από δεύτερο, τρίτο χέρι και σε καλή κατάσταση, μπορεί να είναι ένας ωραίος άνδρας τύπου ΣΑΚΗΣ, και να σε οδηγήσει σε αλλαγή σεξουαλικής κατεύθυνσης, ποτέ δεν ξέρεις άλλα πάντα πρέπει να είσαι έτοιμος,γιαυτό πάω να κάνω ένα μπανάκι και επανέρχομαι δριμύτερος.” του είπα γελώντας και έκανα να σηκωθώ από την καρέκλα μου. Άρπαξε αμέσως την πετσέτα που είχε στον ώμο του και την χτύπησε πάνω στο τραπέζι σε στυλ Ζήκος,.
“κάτσε λίγο ακόμα και πας σε λίγο, σε θέλω και κάτι άλλο”.
Σαν να έπιασε το μάτι μου ένα νεύμα παρακίνησις της Λίνας προς τον Ακη, κάτι σαν “πες του το τώρα” μου φάνηκε και τελικά δεν είχα άδικο.
“ρε φίλε θέλω να σου ζητήσω μία χάρη αν μπορείς”
“καλά χαζός είσαι;” του απάντησα θιγμένος “τι τρέχει, τι πρόβλημα έχουμε, και σοβάρεψες έτσι; με αφήνεις τόση ώρα και λέω μαλακίες και δεν μιλάς; έλα πες τα στον θείο κωτσο.”
“δεν θα το έλεγα πρόβλημα , αλλά....να μωρέ σου έχω μιλήσει για την ξαδέρφη μου την Ελένη;”
“όχι τι παίζει; προξενιό μου κάνετε τώρα” ρώτησα γελώντας για να ελαφρύνω λιγάκι την ατμόσφαιρα.
Η ώρα εν τω μεταξύ ειχε περάσει και οι πελάτες είχαν αρχίσει να έρχονται. Ο Ακης χρειάστηκε να πάει στον πάγκο του και η Λίνα πήρε θέση και ανέλαβε να συνεχίσει. Το γεγονός είναι πως ενώ με τον Ακη μιλάγαμε σαν δυο καλοί φίλοι, με την Λίνα μιλάγαμε σαν αδέρφια, οπότε ήταν φυσιολογικό όταν ήρθε και έκατσε κοντά μου να την ρωτήσω πιο ανοικτά.
“Καλά μωρή χαζή είσαι; τι τρέχει και γιατί δεν με πήρες τηλέφωνο όλη μέρα αν είναι κάτι επείγον;”
“κώτσο απ το πρωί που το ξέρει έχει σκάσει και δεν θέλει να στο πει, δεν είναι τίποτα του λέω αλλά αυτός το θεωρεί μεγάλο πράγμα γιατί δεν έχει μάθει να υποχρεώνεται”
“για λέγε με εσκασες”.
“η ξαδέρφη του η Eλενη έχει μια κόρη την Aντα που σε ένα μήνα μένει από δουλειά. Δουλεύει με οκτάμηνη σύμβαση που τον αυγουστο τελειώνει. Ο πατέρας της και όλοι μας ψάχνουμε να βρούμε δουλειά και δεν μπορούμε, και ο Ακης είπε, για την ακρίβεια εγώ το σκέφτηκα να σου το πούμε. Εσύ με τόσες γνωριμίες κάτι παραπάνω θα μπορούσες να κάνεις.”
Να πω την αλήθεια γέλασα γιατί περίμενα κάτι πολύ πιο σοβαρό να ακούσω. Βέβαια όταν εσύ έχεις εξασφαλίσει καλή δουλειά δεν πάει ο νους σου ότι για κάποιον άλλο αποτελεί κυρίαρχο θέμα.
“οκέι, είπα, τι ξέρει η κοπελίτσα και σε τι τομέα δουλεύει;”
“μισό λεπτό να έρθει ο Ακης που τα γνωρίζει καλύτερα, είπε και έκανε να πάει μέσα στο μαγαζί να τον φωνάξει, άλλα δεν χρειάστηκε γιατί βγήκε εκείνος έξω.
Με κοίταξε με ένα βλέμμα που μου ήρθε να βάλω τα γέλια.
“καλά ρε μούργο αυτό ήτανε και ζορίστηκες τόσο πολύ; σιγά το πράγμα. Θα βρούμε δουλειά της κοπελιάς μην αγχώνεσαι. Δεν μου λες καλή η Aντα;”
“άντε πάλι εκεί ο νους σου, δεν είναι για σένα, θα σπάσεις τα δόντια σου. Είναι ζόρικο μωρό”
“μωρό; πόσο μωρό, στα μάτια σου βλέπω τον εισαγγελέα η πάνω από είκοσι;”
“τριάντα και μακρυά απ τα γούστα σου, ξανθό με κοντό μαλλί και όχι πάνω απ ένα και εβδομήντα που θες εσύ” μου είπε γελώντας και έχοντας πλέον απελευθερωθεί απ το άγχος της χάρης.
“για λέγε τώρα λεπτομέρειες, για την δουλειά να ξέρω κι εγώ τι και που να ψάξω”
“ και που θες να ξέρω, περίμενε μισό να της τηλεφωνήσω.”
“κάτσε βρε παλαβέ τηλεφωνείς αύριο, τι σε έπιασε βραδιάτικα” του είπα καθώς είχε αρχίσει να γίνεται ακατάλληλη η ώρα.
“σιγά μην την ενοχλήσουμε, δουλειά θα της βρούμε” είπε ενώ ήδη την είχε καλέσει.
“Αντα τι κάνεις κορίτσι μου;, Ακης εδώ, είμαι με ένα φίλο Κώστα τον λένε και...τί να σου λέω πάρε τον ίδιο να τα πείτε, είναι σαν να μιλάς μαζί μου, έχει πολλές γνωριμίες και θα βοηθήσει να σου βρούμε δουλειά” της είπε και μου έκανε πάσα το τηλέφωνο πριν προλάβω να το καταλάβω.
“καλησπέρα Αντα τι παλαβό ξάδερφο έχεις, πως τον αντέχεις δεν μου λες κι εμένα;”
“καλησπέρα , για να είμαστε ακριβείς κανονικά είναι θείος μου αλλά δεν το λέμε. Κύριε Κώστα σας ευχαριστώ πολύ για την προσπάθεια” “γιατί με σκοτώνεις κοπελιά μου; άκου κύριε Κώστα, σκέτο Κώστα και δεν είναι ανάγκη να ευχαριστείς για τίποτα, πες μου τώρα τι ακριβώς κάνεις στην δουλειά που είσαι τώρα;”
“δουλεύω σε γαλακτοβιομηχανία στο τμήμα αποθήκης και διακίνησης, ελέγχω παραγγελίες, φορτηγά, δρομολόγια και είμαι ο συνδετικός κρίκος με το τμήμα πωλήσεων, σε ένα μήνα λήγει η σύμβαση μου και έχω μάθει ότι απ τις τρεις κοπέλες θα μείνει μόνο η μία κι εγώ δυστυχώς είμαι η πιο καινούργια.”
Όσο μιλούσε παρατήρησα κάτι που είχα καιρό να το νιώσω. Μια γλυκιά, πολύ γλυκιά ταχυπαλμία. Παράλληλα ο νους μου έτρεχε σε γνωστούς που μπορούσαν να βοηθήσουν, κι όπως έτρεχε την λίστα σταμάτησε σε ένα όνομα. Βασίλης.
“θα σου πω κάτι Αντα μου, απ την φύση μου είμαι θετικός άνθρωπος και έχω μάθει να μην σκέφτομαι την αποτυχία, γι αυτό σου λέω ότι μπορείς να κοιμηθείς ήσυχη και να βγάλεις απ το μυαλό σου ότι μπορεί να μείνεις έστω και μια μέρα άνεργη, πες και κάτι άλλο που δεν πρόλαβε να μου πει ο Ακης , που μένεις;”
“Νίκαια, πλατεία Ελευθερίας και έχω και δικό μου αυτοκίνητο”
“Ωραία,τώρα σαν καλό κορίτσι βούρτσισε τα δοντάκια και ετοιμάσου να κοιμηθείς και να δεις ωραία όνειρα”
Αργότερα έμαθα ότι εκείνο το βράδυ ήτανε ένα απ τα λίγα βράδια στην μέχρι τότε ζωή της που κοιμήθηκε γελώντας και νοιώθοντας ανάμεικτα καλά, και γλυκά συναισθήματα. Κλείνοντας το τηλέφωνο με την Αντα έψαξα και βρήκα το νούμερο του Βασίλη που μέχρι πριν από ένα μήνα ειμασταν συνάδελφοι στον ίδιο όμιλο και τώρα ήταν εμπορικός διευθυντής σε μία εταιρεία εισαγωγών εξαγωγών ψαριών.
Κοίταξα την ώρα.
Έντεκα παρά τέταρτο, όχι πολύ αργά για καλοκαίρι.
“έλα μπιλάκο ενοχλάω δεν ενοχλάω,” του είπα θέλοντας να προλάβω αρνητικά σχόλια για την ώρα.
“ενοχλάς ρε μαλάκα γιατί άσχετα από κάτι ρεμάλια που έχουν την πολυτέλεια κάθε βράδυ να κοιμούνται με διαφορετική γυναίκα, υπάρχουμε κι εμείς οι οικογενειάρχες που κοιμόμαστε νωρίς κάθε βράδυ με την ίδια,γαμώ την ατυχία μου, τι κάνεις ρε κώτσο; πώς και μας θυμήθηκες τέτοια ώρα;”
“Μπιλάκο θέλω , του τόνισα επιτακτικά με το θάρρος που είχαμε μεταξύ μας, να κάνεις το παν να βρούμε δουλειά σε μια πολύ φίλη μου, επιστρατεύεις γνωριμίες και σε είκοσι μέρες πρέπει να έχει δουλειά”
“όλα καλά αν μου πεις πόσο φίλη είναι, την πηδάς η θες να την πηδήξεις;” τα γέλια του ακόμα αντηχούν στα αυτιά μου. “έλα σοβαρά πες μου τι ψάχνουμε;”
Του εξήγησα την δουλειά της Αντας και την εργασιακή της εμπειρία και η απάντηση με άφησε άφωνο.
“ ο αιώνιος κωλόφαρδος κώτσος, σήμερα έβαλα αγγελία για τέτοια θέση, αν είναι όσο καλή λες πες της να έρθει αύριο να την δω.”
Τον ευχαρίστησα και υποσχέθηκα να περάσω απ το γραφείο του να πιούμε κανένα καφέ και να τα πούμε, γιατί σπίτι του δεν μπορούσα πλέον να πάω επειδή όλη η παρέα είχαμε φάει κόκκινη κάρτα από την γυναίκα του. Η αιτία ήταν η ημέρα της γιορτής του Βασίλη που τα είχαμε κάνει ωπα, καθώς την είχαμε πέσει σε όλες τις ελεύθερες φίλες της. Είχα μια παράξενη έκφραση επιτυχίας στο πρόσωπό μου και ο Ακης με την Λίνα με κοίταγαν και περίμεναν να ακούσουν.
“έλα τι έγινε θα μας πεις; η θα μας σκάσεις;”
“Τι να γίνει ρε παιδιά, βρήκε δουλειά πες της”
“πες της το εσύ,” είπε , και μου έδωσε το τηλέφωνο που ήδη καλούσε.
“έλα Ακη μου,” ακούστηκε η νυσταγμένη φωνή της και μ'εκανε να “ψαχτώ” στιγμιαία γιατί αυτό που άκουσα μου άρεσε τόσο πολύ.
“Σαράντα πέντε” απάντησα.
“Τι σαράντα πέντε; ποιος είναι; ““Κώστας, απάντησα, αλλά αφού με βάφτισες Ακη πρέπει να μου πάρεις και παπουτσακια, γι αυτό σου λέω και το νούμερο για να μην κάνεις λάθος και τρέχουμε για αλλαγές.”
Το τηλεφώνημα πρέπει να την έβγαλε από κατάσταση περισυλλογής και να την ξάφνιασε ευχάριστα. Στο βάθος άκουγα ένα τραγούδι ενός καλλιτέχνη που θα εξελισσόταν σε μελλοντική μου αδυναμία, Μιχάλης Χατζηγιάννης. Πάντα απορούσα τι έβρισκαν στα κλαψιάρικα και καψουρικα τραγούδια του, αχ, που νάξερα!
“Θυμάσαι ,συνέχισα, που σου είπα πριν να πλύνεις δοντάκια καί να κοιμηθείς;”
Ένα “ναι” όλο απορία και με μια δόση προσμονής ακούστηκε.
“Άκυρα τα δοντάκια, πάρε σίδερο και σιδέρωσε γιατί αύριο έχεις ραντεβού για καινούργια δουλειά, μένει να κανονίσουμε τον μισθό, οπού εκεί θα κάνεις ότι σου πω χωρίς καμία εξαίρεση. Συμφωνείς;”
“εντάξη αλλά...”
“δεν έχει αλλά, ούτε επειδή, πάρε στιλο και γράφε”
“μισό λεπτό με έχεις αιφνιδιάσει”
“έτσι πρέπει αγάπη μου”, είπα παίρνοντας ύφος και προφορά Ψινάκη, “αν δεν αιφνιδιάσεις την γυναίκα και την αφήσεις να πάρει τα ηνία στα χέρια της τό'χασες το παιγνίδι, και μία που λέμε για παιγνίδι τι ομάδα είσαι, για νά'χουμε καλό ρώτημα;”
“φυσικά γαβρίνα, και τα γέλια της σκέπασαν τον Χατζηγιάννη που ήδη ειχε αρχίσει να μην ταιριάζει με το κλίμα που διαμορφωνόταν μέσα στο δωμάτιο της.
Της είπα το νούμερο του Βασίλη, προσπάθησα να της εξηγήσω την σχέση μου μαζί του,της εγγυήθηκα για το ακέραιο του χαρακτήρα του, ανταλλάξαμε τηλέφωνα,και δώσαμε ραντεβού τηλεφωνικό για την επόμενη μέρα το πρωί.
Κλείνοντας το κινητό πρόσεξα ότι η ώρα ειχε πάει δώδεκα παρά δέκα. Η Λίνα μάζευε ένα τραπέζι και ο Ακης κοίταγε γελώντας.
“Πάω πάνω, αδερφέ, δεν λέω τίποτα τώρα, όταν τελειώσετε τα λέμε να τα ακούει και η ξανθιά, να μην τα λέω δυο φορές”
“μμμμ ξανθιά ξανθιά αλλά πανέξυπνη ζακυνθινή, όχι σαν κάτι τρελλοκερκυραιους”
“ρε βλαμμενο , απάντησα, πόσες φορές στο'χω πει, το τρελάδικο το έχουμε για τους υπόλοιπους επτανήσιους γιατί έχουμε καλό κλίμα που κάνει καλό στους τρελλους.
Είμαστε ευγενείς και απόγονοι Ενετών. Εμάς Τούρκος δεν μας πάτησε. Άσε κοριτσάκι μου λοιπόν τα σούρδου- μούρδου και παραδέξου ότι παρακαλάς τον καλό Θεούλη να σε ειχε κάνει κερκυραία”.

Την άφησα να φτύνει γελώντας τον κόρφο της και ανέβηκα στο σπίτι περιμένοντας τους να τελειώσουν την δουλειά τους. Λογικό να απορείτε αλλά εδώ πρέπει να κάνω μια παρένθεση και να εξηγήσω μερικά πράγματα. Υπήρχε μια ιεροτελεστία που επαναλαμβανόταν όλο το καλοκαίρι μέχρι τον Δεκέμβριο. Μοναδική εξαίρεση όταν υπήρχε στο σπίτι γυναίκα , η “ξέκολο”, η “τσουλάκι,” η “σπίτι δεν έχει να πάει”, κατά τους προσφιλείς χαρακτηρισμούς της ¨Λίνας.
Η αλήθεια είναι ότι με τα παιδιά είχαμε δέσει σαν αδέρφια και ακόμα καλύτερα. Όταν είχα μετακομίσει με χαρά αντίκρισα το μαγαζί τους πενήντα μέτρα από την πολυκατοικία μου. Καθότι έχω ανακηρυχτεί μέγας χορηγός από την ένωση ψητοπωλείων αττικής, φυσικό ήταν να τους επισκεφτώ και να γνωριστούμε. Πολύ σύντομα έμαθαν τις γαστρονομικές μου ανωμαλίες, και γρήγορα προσάρμοσαν μενού και ωράρια στα γούστα του καλύτερου πελάτη τους. Το δικό μου μικρό μυστικό ακόμα δεν το ξέρουν. Δεν πήγαινα εκεί μόνο για το φαΐ. Ήμασταν μια παρέα που πάντα γελούσαμε . Ακόμα και σε σκατά καταστάσεις περνούσαμε τέλεια. Όταν δεν έλειπα ταξίδι φρόντιζα να ήμουν εκεί πριν τις εφτά το απόγευμα για να έχουμε ένα δίωρο μέχρι να αρχίσει η δουλειά. Δεν ξέρω αν έχετε βρει τους τέλειους φίλους, δεν ξέρω αν είσαστε τόσο τυχεροί, εγώ πάντως είμαι σίγουρος ότι δεν υπάρχουν άλλοι για μένα. Φανταστείτε τώρα ένα ζευγάρι που δουλεύει σε ψητοπωλείο όλο το βράδυ. Μόλις λοιπόν κλείνουν το μαγαζί ποια είναι η πρώτη τους σκέψη; Να πάνε να ξεκουραστούν θα μου πείτε, λογικά σκεπτόμενοι. ΛΑΘΟΣ. Καθότι ήταν οι μόνοι που είχαν κλειδί απ το σπίτι μου , ανέβαιναν σιγά σιγά για να μην ξυπνήσουν οι γριές , (αααααλλλλο βάσανο κι αυτό, θα βρω ευκαιρία παρακάτω να αναφερθώ στο κεφάλαιο γριές) έφταναν στον πέμπτο απ τις σκάλες , έμπαιναν σπίτι μου , έφτιαχναν γαλλικό και με ξύπναγαν για κουτσομπολιό μέχρι τις τρεις το πρωί. Πως το καταφέρναμε κάθε μέρα και δεν είχαμε βαρεθεί ποτέ, ακόμα δεν μπορώ να το καταλάβω. Πολλές φορές ερχόντουσαν και με παρέα. Γενικά το σπίτι είχε γίνει πολύ γνωστό σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα. Φανταστείτε ένα στούντιο σαρανταπέντε τετραγωνικών , ρετιρέ, που το μισό αντί για τοίχους ειχε τζαμαρία από πάνω μέχρι κάτω. Έβγαινε σε μια ταράτσα εξήντα τετραγωνικών ντυμένη με ξύλο τικ, αυτό που βάζουν στα κότερα, και με θέα μέχρι εκεί που πάει το μάτι σου. Την κρεβατοκάμαρα σπάνια την χρησιμοποιούσα, είχα ανακαλύψει την ανατολίτικη φιλοσοφία, και είχα βάλει ένα στρώμα υπερδιπλο στο ξύλινο πάτωμα. Το είχα περιτυλίξει με μια πανδαισία χρωματιστών μαξιλαριών σε όλα τα μεγέθη. Σαράντα μαξιλάρια και μαξιλάρες, ναργιλές, κεράκια, και αιθέρια έλαια, όλα αυτά μαζί με το καλοκαιρινό δειλινό πάνω απ το εκκλησάκι του Αγίου Νικολάου, ήταν αρκετά να σε χαλαρώσουν σε υπέρτατο βαθμό. Εκεί λοιπόν είχα ξαπλώσει περιμένοντας να έρθει το ζεύγος, όταν χτύπησε το κινητό.
“πες μου ότι δεν κοιμήθηκες ακόμα και ότι δεν σε ξυπνάω;” “Αντα;¨
“ναι εγώ είμαι, ήθελα κάτι να σε ρωτήσω, κάτι που μου έκανε εντύπωση, μπορώ;”
“ τι θα κερδίσω αν απαντήσω σωστά”
“τίποτα, απλά θα ικανοποιήσεις την περιέργεια μιας κοπέλας που κατάφερες να την κάνεις να γελάσει μετά από πολύ καιρό.”
“άσε ρε τα σάπια που χεις πολύ καιρό να γελάσεις. Δεν το πιστεύω, γιατί σήμερα έστω και τηλεφωνικά γνώρισα μια κοπέλα που μου δίνει εντύπωση νικητή και όχι ανθρώπου που τα παρατάει και αν μην τι άλλο αν γελάς έτσι εύκολα με μένα, έχω ελεύθερο το δίωρο δέκα με δώδεκα το βράδυ. Όλα τα άλλα ταχω κλεισμένα γιατί υπάρχουν κι άλλοι πελάτες. Λέγε να το κλείσω για σένα;”
“ δεν το συζητάω καν, δικό μου το δίωρο” είπε, ενώ πρόσεξα ότι ο Χατζηγιάννης πάλι ειχε την τιμητική του.
“οκ, αλλα κάτι ήθελες να με ρωτήσεις, στην διάθεση σας λοιπόν νυχτερινή μου επισκεπτήρια”
“άπλα ήθελα να ρωτήσω αν είσαι πάντα έτσι χειμαρρώδης , αισιόδοξος, και μεταδοτικός; δεν σου κρύβω ότι μου έχεις εξάψει την περιέργεια, και μου έχεις κεντρίσει το ενδιαφέρον”
“μμμμ....πολύ ωραία όλα αυτά βρε κορίτσι μου, αλλα από που προκύπτουν; θέλω να πω ότι δεν πιστεύω να διαφέρω απ τον μέσο όρο, όσο για την στάση μου απέναντι στην ζωή και στον άνθρωπο είναι δεδομένη από χρόνια και συνοψίζεται σε μια λέξη.Θετική. Πριν από ενάμιση χρόνο έχασα την μητέρα μου, αλλα δεν έχασα και δεν ξέχασα αυτό που πάντα μου έλεγε σε μένα και στα αδέρφια μου. Να βοηθάμε και δίνουμε πάντα ότι μας ζητηθεί αν βέβαια έχουμε. Λεφτά, βοήθεια φιλία, αγάπη, συμπόνοια, γέλιο. Μη ζητάμε ανταλλάγματα ούτε επιστροφή. Η ζωή είναι μια τράπεζα και κάποια στιγμή θα μας τα δώσει πίσω με τόκους.. πιστεύω και προσπαθώ να τηρώ αυτόν τον κανόνα αν και κάποιες φορές έχω προδοθεί, αλλα δεν το βάζω κάτω. Σας κάλυψα ωραία μου κυρία ;”
“Πότε θα τα πούμε να κεράσω καφεδάκι, να σε ευχαριστήσω για την δουλειά; “μου είπε.
“τι θα κάνεις θα κερασεις; πας καλά; άκου να κερασεις. Αϊ κοιμησου τώρα να είσαι φρέσκια αύριο στην συνέντευξη και θα βρεθούμε μην στεναχωριέσαι. Α να μην το ξεχάσω, δεν μιλάς αύριο για λεφτά, θα το πω και στον Βασίλη αυτό το θέμα θα το κανονίσουμε μετά, πόσα παίρνεις τώρα;
“εφταπενήντα”
“οκ. Καλό βράδυ και σε ευχαριστώ που με γνώρισες” είπα και κρατιόμουν με το ζόρι να μη γελάσω
“και εγώ, ...τι είπες;” ρώτησε ξαφνικά μόλις συνειδητοποίησε σε τι απάντησε.
“ Άι κοιμήσου ρε, όλα θες να τα μαθαίνεις,....καλό σας βράδυ κυρία μου”
¨να σαι καλά βρε Κωστή με έκανες και γέλασα. Καλό ξημέρωμα” είπε και έκλεισε.
Ξάπλωσα αναπαυτικά στις μαξιλάρες και το βλέμμα μου έμεινε για λίγο κολλημένο σε ένα σημείο της τζαμαρίας που υπήρχε μια αντανάκλαση ενός κεριού που έκαιγε κάπου στο δωμάτιο. Σηκώθηκα νωχελικά και πήγα ξυπόλητος μέχρι το πάσο όπου είχα φτιάξει ένα μικρο μπαράκι. Έβαλα ένα southern και περίμενα τα παιδιά. Σάββατο ξημέρωνε και κάτι μου έλεγε ότι θα αργούσα πολύ να κοιμηθώ εκείνο το βράδυ. Βγήκα έξω στην ταράτσα και χάζευα την θάλασσα, τα φωτάκια απ τα καΐκια που πηγαινοερχόντουσαν , άλλα γρήγορα, άλλα αργά ,σαν πολυάσχολες πυγολαμπίδες μέσα στο σκοτάδι. Εστίαζα σε ένα απ αυτά, έκλεινα μια το ένα μάτι και μια το άλλο και χαμογελούσα που μπορούσα να πηγαίνω τα καΐκια μπρος πίσω. Το παιγνίδι διέκοψε η Βούλα που πήρε τηλέφωνο κι άρχισε τα παράπονα.
“καλά ρε Κωστάκη σου κάναμε τίποτα κακό και μας έχεις γράψει σήμερα; ούτε ένα τηλέφωνο ούτε ένα μήνυμα , τίποτα, μας βαρέθηκες και δεν μας το λες;”
“ ρε μωρό αν σου πω τι μου έχει συμβεί θα καταλάβεις;” της είπα ενώ προσπαθούσα να φτιάξω το σενάριο, και να το κάνω και πιστευτό.
Το παράπονο έγινε ενδιαφέρον “τι έγινε; είσαι καλά;”
“εγώ καλά είμαι, άλλοι δεν είναι” ενώ έψαχνα να βρω τους “άλλους” !
“ για τον Μήτσο έτρεχα” όπου Μήτσος ο έτερος διαζευγμένος της εταιρείας , ίδια ηλικία με έμενα και κολλητός σε σημείο που να μας προσφωνούν αρραβωνιάρηδες.
“φευγαμε απ την εταιρεία και έπεσε στην σκάλα , τον πήγα στο ΚΑΤ και μετά σπίτι του στο Ν. Ηράκλειο και πριν από λίγο μπήκα σπίτι.”
“αμάν βρε μωρό , σας έχουνε ματιάξει εσάς τους δυο, μια το πόδι μια σκωληκοειδίτιδα, (είχαμε πάει Ρέμο), τι θα γίνει; και τώρα τι θα κάνουμε σήμερα, θα πάμε πουθενά;”
“α μπα δεν το βλέπω, είμαι πτώμα, αν θες αύριο πάμε όπου θες”
“εντάξει άντρα μου, άντε πέσε για ύπνο. Φιλάκια πολλά , σ'αγαπάω”
“καλό ξημέρωμα κουκλί, τα λέμε αύριο”
Βούλα.!!! πιπίνιον ετών 19. Φοιτήτρια στο πανεπιστήμιο Αθηνών από τα Σέρρας. Κατακτηθείσα προ διμήνου σε μπαράκι oriental και από περιπέτεια μιας νύχτας εξελίχθηκε σε σχέση. Δεν ήταν τύπος γυναίκας που ψάχνει χορηγό, αλλά αυτό που λέμε father figure. Δεν ειχε απογαλακτιστεί πλήρως απ τον μπαμπά και την πληρώνω εγώ τώρα. Αλλά ρε παιδί μου μερικά κορίτσια τα χαίρεσαι ειλικρινά. Κάθε σαββατοκύριακο έπαιρνε το λεωφορείο και έφτανε καμαρωτή καμαρωτή Ανάβυσσο. Νοικοκυρά; μαγείρισσα; τι να πρωτοπω! Έκανε κάτι πίτες, πίτες είπα , α πα πα το βρώμικο μυαλό σας, άνοιγε φύλλο με τα χεράκια της. Τα κοκκινιστά της δε , άλλο πράγμα, με έντονο το άρωμα της κανέλας και με μια πλήρη γνώση της χρήσης όλης της γκάμας των γνωστών μπαχαρικών, μπορούσε να κάνει έναν άντρα που ήξερε να φάει ,ορκισμένο οπαδό της. Είχα σκεφτεί ότι αν ήταν εφτά οκτώ χρονάκια μεγαλύτερη θα το έκανα το απονενοημένο ξανά. Τόσο καλά . Τελικά η επαρχία κρατάει ακόμα τα ήθη και τα έθιμα. Ο άντρας είναι ο πασσας, και έτσι μεγαλώνουν τα κορίτσια τους οι καλές οικογένειες. Όχι εδώ στην Αθήνα που το παίζουν απελευθερωμένες και θέλουν τον άντρα υπήκοο και σκλάβο, των επιθυμιών τους . Βούλα λοιπόν, η ανηψουλα μου για τις θειτσες της πολυκατοικίας, και η αιτία των πολλών ευχών που έπαιρνα κάθε σαββατοκύριακο από τον κυρ-Φώτη τον συνταξιούχο του ισόγειου , που κάθε φορά που μας έβλεπε ,μαζί γέλαγε και έλεγε όλο νόημα “γεια σου άρχοντα”!!
Οφείλω εδώ να πω ότι ήμουν απόλυτα ειλικρινής με το πιπίνιον και του είχα ξεκαθαρίσει ότι μέλλον δεν υπάρχει. Ήμαστε μαζί και περνάμε καλά και όπου πάει. Δεν είχα υποσχεθεί αγάπες και λουλούδια, ούτε τρελούς έρωτες. Μια πάγια τακτική που ακολουθούσα απ την εποχή που χώρισα, και μακροπρόθεσμα με είχε δικαιώσει. Είχα βέβαια πολλές πρώην αλλά και πολλές φίλες γιατί καμία δεν ένοιωσε ποτέ ότι την είχα κοροϊδέψει. Κάποιος κακόβουλος μπορεί να με κατηγορήσει ότι εκμεταλλεύτηκα την επιστήμη μου, ψυχολογία, αλλά αλήθεια πόσο ψυχολόγος χρειάζεται να είσαι, για να μην κοροϊδεύεις τον άλλον; Μόνο έβλεπα και ξεχώριζα στοιχεία και χαρακτηριστικά που για κάποιον άσχετο προς την επιστήμη θα απαιτούσε παραπάνω χρόνο. Απλά πράγματα.
“που τρέχει ο λογισμός σου;” άκουσα την Λίνα να λέει ερχόμενη προς το μέρος μου, με μια κούπα καφεδάκι , την δίκη της ροζ κούπα, που την έκρυβε στο πάνω ντουλάπι για να μην την χρησιμοποιούν οι εκάστοτε περαστικές απ το σπίτι.
“μπα, μίλαγα με την Βούλα, θα ρθει αύριο”
“ωωωω θαχουμε πιπινοσυναξη πάλι;” είπε και ο Ακης που μια φορά ξεχάστηκα και του είχα βάλει γάλα στον καφέ και έκανε λες και του είχα ρίξει παραθείο
“έτσι είπε θα ρθει, και θέλει και έξοδο. Που θα πάμε; ψηνεστε για Λαύριο;”
“θα δούμε, αν ο μικρός πάει στην γιαγιά και στον παππού να κοιμηθεί χωρίς φωνές, κάπου θα πάμε, ρε Κώτσο τρελαίνομαι να την ακούω να λέει αυτό να με φέρεις, να με κάνεις, να με φτιάξεις, πλάκα έχει το μικρο”
“άσε μωρέ το βλαμμενο , πήρε τον λόγο η Λίνα, δεν κοιτάει να τα φτιάξει με κανένα παιδί της ηλικίας της και τάχει μπλέξει με τον παππού”
“αγάπη μου, της απάντησα, το κοριτσάκι είναι φοιτήτρια, άρα έχει έφεση προς την μάθηση, άρα ποιος καταλληλότερος να την μυήσει στα μυστικά της ερωτικής τέχνης και στα κρυμμένα και ανείπωτα μονοπάτια της ηδονής;”
“αυτές τις μαλακίες τους λες και τα χαζευεις; καλά δεν ντρέπεσαι πότε θα κοιτάξεις και λίγο την ζωή σου, αυτά που έλεγες κάτω για πλάκα ,δεν τα παίρνεις λίγο στα σοβαρά να σε παντρεψουμε;”
“Λίνα κορίτσι μου τα πιπίνια είναι το πιο ακριβό ελιξήριο νεότητας για τους σαραντάρηδες. Εσύ δεν μπορείς να το καταλάβεις, αλλά ο Ακης με νοιώθει απόλυτα”
“χα ας γελάσω, αν ο Ακης σου σε καταλαβαίνει απόλυτα, να μας το πει κι εμάς να του ξηγήσω τ'ονειρο,κανόνισε να μου τον χαλάσεις. Δεκαπέντε χρόνια μου'χει πάρει να τον εκπαιδεύσω”
Κι αυτή είναι η αλήθεια. Και για τον Ακη και για την Λίνα ήταν η πρώτη και τελευταία σχέση τους. Καρπός του έρωτα τους ο Θωμάς ένας παίδαρος πέντε χρονών που με ειχε ξελογιασει.
“ααα ξέχασα να σας πω πήρε και η Αντα τηλέφωνο, της έκανα λέει εντύπωση.”
“ωπα, για λέει” έκανε ο Ακης.
“τι να πω Πασσακα μου, το κορίτσι μόνο που της μίλησα δέκα λεπτά ξεχώρισε το αληθινό αρσενικό, τι να λέμε τώρα. Τελειωμένη υπόθεση, είναι τυχερή που δεν θέλω να ανεβάσω τον μέσο όρο, αλλοιως περνάει απ τον πάγκο όποτε θέλω” είπα με μια δόση σιγουριάς και αυτοπεποίθησης που άγγιζε τα όρια της έπαρσης.
“ένα σου λέω και βάλτο καλά στο μυαλό σου. Πάρτο αλλιώς, θα βρεις. Έμενα δεν με νοιάζει, η Αντα είναι δύσκολος χαρακτήρας. Θα την έλεγα ανώριμη για την ηλικία της, αν σου πω τι έχει κάνει θα μείνεις μαλάκας” «τι έχει κάνει ρε η κοπελίτσα σκότωσε; τίποτα τσιμπολογήματα θα'κανε και εσύ σαν συντηρητικός που είσαι θα σου ξίνισε»
“ παντρεύτηκε ένα τέλειο παλληκαρι που την κοίταγε στα μάτια. Δεν της έλλειπε τίποτα και στον χρόνο επάνω χώρισε για ένα μικρότερο της, τα τίναξε όλα στον αέρα για τον πιτσιρικά”.
“οπότε, και πήρα ένα ύφος πανηγυρικής δικαίωσης, αγάπες μου έχει δίκιο ο κώτσος. Τα πάντα είναι θέμα πιπινιού, και για τα δυο φύλα. Αστην επάνω μου θα την στρώσω”, είπα γελώντας.
“καλά ρε νούμερο αν καταφέρεις και βγάλεις την Αντα θα σε ταΐζω τζάμπα για ένα μήνα, αλλά μην έρθεις κλαίγοντας μετά. Στο είπα δεν είναι για τα δόντια σου. Και για να τελειώνω γιατί αύριο έχω και ψώνια, στο ξαναλέω μπας και το εμπεδώσεις.Πάρτο αλλιώς θα βρεις”
“λοιπόν επειδή μου την λες ,βάζουμε ένα στοιχηματακι;” είπα δήθεν θιγμένος.
“αν μέχρι τα γενέθλια μου εικοσιδύο Σεπτέμβρη δεν την έχω, χάνω μπουκαλάκι στον Πλούταρχο. Μόνο μαλάκα ελπίζω να λέει σαν γυναίκα, μην είναι κανένα μπαζο,και δεν μπορώ να το κυκλοφορήσω.
“πάει ρε” είπε και δώσαμε τα χέρια.“τι γαιδουρια που ήσαστε, βάζετε στοίχημα για γκόμενα και μάλιστα σοι σου. Τι να σου πω κακόμοιρη μου. Καλά αυτός είναι λολοκερκυραιος και θέλει να τις πάρει όλες. Εσύ κατουρογαμούλη που πας;βρήκες παρέα και ξετσουτσούνιασες; αίσχος και ντροπή σας” είπε η Λίνα γελώντας και μάζευε τις κούπες να τις πλύνει για να φύγουν. “δεν μας είπες τι έγινε με την δουλειά τελικά;”Τους εξήγησα με λίγα λόγια για το αυριανό ραντεβού της Αντας και δέκα λεπτά αργότερα έκλειναν πίσω τους την πόρτα, και εγώ ξάπλωνα στο στρώμα ανάμεσα στις μαξιλάρες και σκεφτόμουν ότι σε μια βδομάδα θα άρχιζε η δεκαπενθήμερη άδεια μου. Έτσι με πήρε ο ύπνος, ψάχνοντας να βρω πιθανούς προορισμούς.












ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ


“ Η ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ”



....Ειδέ κι αν έχεις φωτεινό, το σπίτι για να τη δεχθείς,
και σα φανεί, τρέξεις σ'’ αυτή κι εμπρός στα πόδια της συρθείς,
αν είναι να ‘ρθει, θε να ‘ρθεί, αλλιώς θα προσπεράσει.…


Κώστας Ουράνης




Δεν υπάρχει τίποτα πιο ωραίο από το ξυπνάς Σάββατο πρωί καλοκαιράκι και να απολαμβάνεις το μυρωδάτο καφεδάκι σου με θέα την παραλία της Αναβύσσου. Σας φαίνεται τέλεια η εικόνα; Αμ δε!!
“έλα τα καλά τα αγγουρακιαααααα”
“πω πω τι έχω σημερααααα”
“οοοολα με την βούλα, πρώτα δοκιμαζεις μετά πληρώνεις”
Όπως καταλάβατε κάθε Σάββατο έξω απ το σπίτι γινόταν λαϊκή, οπότε χουζούρι δεν επιτρεπόταν. Αλλά όλα αυτά πέρασαν σε δεύτερη μοίρα όταν είδα το φακελάκι να αναβοσβήνει στο κινητό.
“καλημέρα Κώστα. Έφυγα πριν από μισή ώρα και πάω στο ραντεβού. Θα δουλεύουμε και Σάββατα η σήμερα είναι εξαίρεση; Με τον μισθό τι θα κάνω; Έχω πολύ άγχος και τρακ. Όταν ξυπνήσεις πάρε με τηλέφωνο αν μπορείς. Ευχαριστώ για όλα. Αντα.”
Αντί για την Αντα πήρα τον Βασίλη.
“έλα μπιλάκο, καλημέρα”
“καλώς τον, περιμένω την δικιά σου ρε, θάρθει ξέρεις;”
“έρχεται το κορίτσι και να μου το προσέχεις, να μην μας το πειράξουν τα ρεμάλια σου”
“κοίτα ποιος μιλάει, ο αρραβωνιάρης που είναι; πες του ότι πηδιεται γιατι από τότε που έφυγα δεν καταδέχτηκε να δει τι κάνω”
“Μάρθα Βούρτση καταντησες κι εσύ, αφού τόν ξέρεις τον Μητσάρα, το ότι δεν σε παίρνει δεν σημαίνει ότι σε ξέχασε,ρε συ κάτι άλλο σε ήθελα. Πόσο σκοπευεις να δώσεις μισθό για την θέση αυτή;”
“Πόσα θες να της δώσουμε Πασά μου;” είπε γελώντας
“ρε μαλάκα σοβαρά μιλάω, η κοπέλα έρχεται από Νίκαια, χώρια ότι είναι γαμάτη στην δουλειά της, βάλε ότι είναι και κούκλα (μέσα μου προσευχόμουν να είχα δίκιο) ,ε, χίλια διακόκια καθαρά δεν πρέπει να τα παίρνει;”
“χίλια διακόκια;” τι λες ρε; “πας καλά; χίλια τριακοκια παίρνει η πιο παλιά εδώ μέσα,καλά άσε να την δω και να είσαι σίγουρος ότι θα κάνω το καλύτερο. Άσε με τώρα γιατι έχω Ιταλία να διώξω και τρέχω. Θα σε πάρω να σου πω μετά. Οκ κώτσο;”
“έγινε ρε φίλε σε ευχαριστώ για όλα. Φιλιά”
Κοίταξα την ώρα απ το κινητό , εννέα και μισή. Πήρα τον καφέ και βγήκα στην ταράτσα και χαζεύοντας την λαϊκή προσπάθησα να φτιάξω ένα πρόγραμμα για εκείνη την μέρα. Σίγουρα σας έχει τύχει να θέλετε να κάψετε το κινητό σας. Καλή εφεύρεση αλλά έχω ακόμα ενδοιασμούς για την χρησιμότητα της. Ξαφνικά άρχισε να χτυπάει λες και όλοι είχαν δώσει ραντεβού. Πρώτα πήραν τα παιδιά, Ακης και Λίνα, να ρωτήσουν αν ήθελα κάτι απ την λαϊκή, μετά ο Μητσάκος να προτείνει βόλτα στο Λουτράκι το βράδυ, γιατί είχε ξυπνήσει με φαγούρα στο χέρι και ήθελε να πάμε να τους πάρουμε. Μετά ο μπαμπάς να μου πει ότι είχε ένα γυιό και τον έχασε από τότε που μετακόμισε Ανάβυσσο. Του υποσχέθηκα ότι θα πάω να τον δω την Δευτέρα μετά την δουλειά. Τελευταία από την πρώτη παρτίδα τηλεφώνων το πιπίνι, η Βουλίτσα. Όλο νάζι και σκέρτσο. “έλα μωρό, σε ξύπνησα;'
“καλημέρα μπουμπού, όχι έχω σηκωθεί από νωρίς. Αφού τα ξέρεις λαϊκή και τα σχετικά, δεν σε αφήνουν να κοιμηθείς. Εσύ; τι νέα;”
“ρε μωρό, πειράζει αν δεν έρθω σήμερα;” για την ακρίβεια ήταν, σημεραααααα, με το α τραβηχτό, γιατι το κάνουν αυτό δεν κατάλαβα ακόμα.
“γιατί τι έπαθες;” της είπα ενώ σκεφτόμουν το χαμένο σεξ του σαββατοκύριακου.
“να ρε συ, ήρθε έφοδο απ το χωριό η θεία μου και με είπε ότι θα κάτσει καμιά βδομάδα και μετά θα με πάρει μαζί της. Ο πατέρας μου την έστειλε γιατί λέει ότι χαζολογώ στην Αθήνα ενώ δεν έχω τίποτα να κάνω. Άσε ρε Κώστα μου έχω σκάσει.”
“τότε δεν μπορείς να κάνεις τίποτα. Μάζεψτα και τα λέμε Σεπτέμβρη”
“καλά ρε χαϊβάνι είσαι; Και συ μόνος σου θα αλητεύεις με τον Μήτσο; έλα ρε μωροοοοο (πάλι το τράβηξε),”
“ τι έλα ρε βλαμμένο, τι μπορούμε να κάνουμε; για πες ξυπνοπούλι μου. “
“να πω ότι θα πάω διακοπές με την Σοφία την φίλη μου και να ρθω να μείνω εδώ”
Ανατρίχιασα μόνο με την σκέψη. Πάει το καλοκαίρι μου, πάνε οι διακοπές μου, πάνε τα περαστικά χελιδονακια, πάνε τα πρωινά με τους φίλους, ξαφνικά κατέρρεε το σύμπαν γύρω μου. “και τι θα πω στον πατέρα μου που θα είναι εδώ; να σου συστήσω την νύφη σου που μάλλον είναι εγγονή σου;” ουφ, υπάρχει θεός τελικά και για μας τους εργένηδες και βοηθάει στην κατάλληλη στιγμή.
“θα ρθει εκεί ο μπαμπάς σου; αμάν ρε μωροοοοο, καλά άσε να δω τι θα κάνω και θα σε τηλεφωνήσω, γαμώτο”
“Οκ, πρόσεχε και να μου τηλεφωνείς συχνά. Έτσι μπουμπού μου;”
“καλά δεν έφυγα ακόμα, ρε μήπως θες να με ξεφορτωθεις, μήπως έχετε μπλέξει με τον Μήτσο με τίποτα ρωσσίδες της παραλίας. Ααααχ κακομοίρη μου,θα στα βγάλω τα μάτια”
Τελείωσα την επικοινωνία με το πιπίνιον και γελώντας μπήκα στο σπίτι γιατί ειχε αρχίσει ο ήλιος να γίνεται ενοχλητικός. Κοίταξα την ώρα και προσπάθησα να υπολογίσω αν το ραντεβού της Αντας και του Βασίλη είχε τελειώσει. Ήθελα να τηλεφωνήσω αλλά δεν ήθελα να φανεί κιόλας ότι αγωνιούσα. Μετά την χθεσινοβραδινή αποδοχή του στοιχήματος σκεφτόμουνα πολύ εγωιστικά και σχεδίαζα πως θα έριχνα την Αντα. Η όλη φάση με το πιπίνιον είχε έρθει κουτί και το θεώρησα καλό οιωνό. Αρχισα να βγάζω σεντόνια και μαξιλάρες έξω να αεριστούν , ξεκινώντας την σαββατιάτικη διαδικασία καθαρισμού του σπιτιού. Ήταν κάτι που μου άρεσε, δεν είμαι απ τους άντρες που δεν μπορούν να ζήσουν μόνοι τους. Και στο μαγείρεμα , να μην περιαυτολογώ , αλλά...αν ο Μαμαλάκης είναι πρόλογος εγώ είμαι το βιβλίο. Τόσο καλά. Κάθε Κυριακή μαγείρευα για τους φίλους και φαγητά δύσκολα όχι μακαρονάδες και μανιτάρια αλα κρεμ. Και έφτιαχνα και πανακοτα για το Θωμά που ήταν η αδυναμία του. Στο σοι μου είχαμε μια συνήθεια τις Κυριακές. Μαγείρευαν οι άντρες, όσο εξωφρενικό κι αν σας ακούγεται. Όχι στην οικογένεια μου μόνο αλλά στο σοι το τονίζω. Δεν ξέρουμε από που ξεκίνησε αλλά δεν το ψάξαμε κιόλας να πω την αλήθεια. Η δική μου σπεσιαλιτέ ήταν το “πακέτο Ντελόρ” που ειχε πάρει άριστες κριτικές από όσους το είχαν δοκιμάσει. Ένας συνδυασμός ...όχι δεν σας το λέω, θα το γράψω στο τέλος του βιβλίου. Γιατί δηλαδή οι τραγουδιστές βάζουν bonus τραγουδάκι στο cd. Εγώ θα βάλω συνταγή.! Ο Ρέμος έπαιζε στη διαπασών σκεπάζοντας τα “αγγουρακια” και τα “καρπούζια” και το τηλέφωνο το κατάλαβα απ την δόνηση.
Αντα σας καλεί..

“έλα ρε καλημέρα, τι έγινε; πες μου καλά νέα”
Έτρεχα να κλείσω το στερεοφωνικό γιατι η φωνή της πρόδιδε χαρά και ενθουσιασμό και δεν ήθελα να χάσω λέξη.
“Κώστα μου δεν έχω λόγια να σ'ευχαριστησω. Δεν ξέρω τι να πω”
“ηρέμησε και πες τα μου όλα απ την αρχή, η μάλλον καλύτερα είσαι ακόμα αττική οδό;”
“ναι”
¨έχεις τίποτα κανονισμένο για σήμερα;”
“χμ όχι κάτι που δεν αναβάλλεται” απάντησε με μια δόση συννεφιάς στην σκέψη της.
“ωραία, ξέρεις πως θα έρθεις εδώ;”
“Ε, ναι βέβαια”
“ωραία λοιπόν σε περιμένω να μας τα πεις από κοντά, θα φωνάξω και τα παιδιά. Οκέι;”
“έρχομαι, έρχομαι τι να φέρω;”
“μην κάνεις καμιά μαλακία, τίποτα δεν θα φέρεις έχουμε απ όλα”

Ο πανικός της ξαφνικής επίσκεψης πέρασε από δίπλα μου , αλλά ανέκτησα την ψυχραιμία έτσι όπως την έχασα. Στιγμιαία! Αξιολογώντας την κατάσταση πήρα την Λίνα τηλέφωνο. Οι φίλες για κάτι τέτοια είναι.
“Κοριτσάρα τι κάνεις;”
“τι να κάνω; γύρισα απ την λαικη και προσπαθώ να μαζέψω το σπίτι, ο φίλος σου παίζει έξω με τον Θωμά, και σκέφτομαι τι να μαγειρέψω για το μεσημέρι, έχεις καμία ιδέα”
“δεν έχω καμία ιδέα, θέλω να παρατησεις ότι κάνεις και να πεις στον Ακη να σε φέρει έχουμε θέμα. Έρχεται η Αντα και το σπίτι είναι μπουρδέλο. Έχουμε δεν έχουμε μιση ώρα”
“κλείσε ,βάλε καφέ και ερχόμαστε”
Τα σπίτια μας δεν απείχαν πάνω από τριακόσια μέτρα, στην ουσία είχαμε οπτική επαφή, οπότε είδα την σκόνη που σήκωνε ο παλαβός ο φίλος μου, βρίσκοντας ευκαιρία να ξεμπουκωσει το τζιπ του, στα εκατό μέτρα του χωματόδρομου που χώριζε το σπίτι του απ την κεντρική λεωφόρο. Μέχρι να το καταλάβω άκουγα τον Θωμά να τραγουδάει στην σκάλα. Άνοιξαν με τα κλειδιά τους και ο Ακης ήρθε γελώντας κατευθείαν στην κουζίνα να δει αν είχα έτοιμο καφέ.
“καλά ρε πότε προλαβες; θα την χουφτώσεις; χουφτωστη,χουφτωστη, έλεγε και γελαγε συνέχεια, για πες τι νέα απ την δουλειά;”
¨καλά πρέπει να είναι έρχεται να μας τα πει”
“πάντως είναι μαλακισμένο, εμείς είμαστε εδώ και δεν ήρθε να μας δει και να φάει στο μαγαζί, και τώρα έρχεται σε σένα, έχω δίκιο που την βρίζω;”
“μην γίνεσαι μικροαστός αδερφέ, άσε τον άλλο να χαρεί, και μην γίνεσαι Κατίνος”
“τι θα γίνει θα βάλετε κανένα χεράκι η να πάρω τον καφέ μου και να πάω έξω;” παραπονέθηκε η Λίνα.
Ήταν φανταστικός μαέστρος. Μας έδωσε οδηγίες , ακόμα και ο Θωμάς βοήθησε, και σε λιγότερο από είκοσι λεπτά το σπίτι ήταν έτοιμο, σε μια αξιοπρεπή κατάσταση και βρέθηκε και χρόνος να κάτσουμε να πιούμε τα καφεδακια μας. Τους είπα την φάση με το πιπίνιον και ενώ προσπαθούσαμε να συγκρατήσουμε τον Θωμά που ήταν ικανός να επαναφέρει το σπίτι στην προ εικοσάλεπτου κατάσταση, χτύπησε το τηλέφωνο. Φυσικά αυτή που καλούσε ήταν η Αντα.
“όλα καλά έφτασα, αλλά που είναι το σπίτι; να αρχίσω να ρωτάω; είσαι αρκετά διάσημος η θα δυσκολευτω;”
“περίμενε να σου δώσω τον Ακη να σε καθοδηγήσει, τρελοκομείο” ενώ χάρηκα που άκουσα τον τόνο της φωνής της. Κυριολεκτικά κελαηδουσε, απεπνεε ένα τόνο χαράς, αισιοδοξίας, ένα τόνο που με έκανε χαρούμενο σαν άνθρωπο που ειχε συμβάλλει σ'αυτο το αποτέλεσμα.
Είχαμε βγει στην ταράτσα και παρακολουθούσαμε τον δρόμο ώσπου είδαμε να ξεπροβάλλει το αυτοκίνητο της ενώ ο Ακης της έκανε πλάκα ενώ την καθοδηγούσε.
“μάλλον καλά πας. Τι βλέπεις αριστερά σου;..ωραία, δεξιά σου;”
“τον καφέ πως τον πίνεις; ....χα χα παρκάρισε κι έλα, ... ναι..παίρνεις το ασανσέρ πατάς το τρία, σε βγάζει στο τέσσερα, και μετά ένα όροφο με τα πόδια.. Ε όχι και ανώμαλοι κορίτσι μου, απλά ο εργολάβος το έτσουζε λιγάκι, έλα σε περιμένουμε.”
Εδώ θα μου επιτρέψετε να κάνω μια παρένθεση , ακόμα, για να σας ανοίξω τον κρυφό κατάλογο των προτιμήσεων μου που αφορά το γυναικείο φύλο. Πάντα μελαχρινές,και πάντα πάνω από ένα και εβδομήντα πέντε. Στοιχειώδες μυαλό, και αντίληψη, (κάνω και τις παραδοχές μου), και απόλυτος στο θέμα του χιούμορ. Άνθρωποι χωρίς χιούμορ δεν είχαν θέση δίπλα μου αλλά και στην ζωή μου.
“να μαι κι εγώ, καλέ τι ωραίο σπίτι είναι αυτό;” ρώτησε μια κοντή ξανθιά με πλατινέ για την ακρίβεια μαλλί, που ξεπρόβαλε στην πόρτα μου. Μπήκα τέταρτος στην σειρά καθώς φιλούσε κατά σειρά εμφανίσεως, Θωμά, Λίνα,Ακη.
“κι εσύ σίγουρα είσαι ο από μηχανής θεός που βοηθάς ανθρώπους” είπε και μου έτεινε το χέρι της να με χαιρετίσει.
“Χαίρομαι πάρα πολύ και δεν έχω λόγια να σ'ευχαριστησω, σου χρωστάω πολλά”
“πέραν του κόστους του τηλεφωνήματος δεν χρωστάς τίποτα, κι αυτό επειδή θέλεις να χρωστάς κάτι. Να είσαι σίγουρη ότι κανένας δεν παίρνει κάποιον στην δουλειά του αν δεν αξίζει. Και για είμαστε και πιο απόλυτοι, κανένας δεν ρισκάρει την θέση του και την καριέρα του για να εξυπηρετήσει φίλη φίλου, αν δεν είναι εκατό τοις εκατό σίγουρος για τις δυνατότητες της. Οκ; το κλείσαμε. Κάτσε τώρα απόλαυσε την θέα και πες μας τι έγινε γιατι δεν ξέρουμε τίποτα.”
“ το ξέρω , είπα στον Βασίλη να μην σου πει τίποτα γιατι ήθελα να στα πω εγώ.”
“μπα; έγινε και Βασίλης ακόμα δεν τον είδαμε;”
“είναι καταπληκτικός άνθρωπος, αυτός μου είπε να τον λέω έτσι, και πιο πολύ μιλάγαμε για σένα παρά για την δουλειά”
“α, ναι; και τι λέγατε αν επιτρέπεται; καλά η κακά”
“δεν έχω ακούσει καλύτερα λόγια για έναν άνθρωπο από έναν άλλο”
“που όμως τυγχάνει να είναι φίλος του” , συμπλήρωσα νοιώθοντας άβολα.
Είχαμε κάτσει στις μαξιλάρες και πίναμε τον καφέ μας και την άκουγα να λέει τα πάντα για την δουλειά της, να ρωτάει πως πάνε τα παιδιά στο καινούργιο εγχείρημα τους, και γενικά έβλεπα ένα άτομο που δεν ειχε καμία σχέση με ότι είχα ακούσει από το τηλέφωνο.
“Εγώ παιδάκια πάω να μαγειρέψω, γιατι θα μείνουν νηστικοί οι άντρες μου, θα έρθετε να φάμε όλοι μαζί;” είπε η Λίνα.
Εκείνη την ώρα ανέκτησα τα ηνία και με τρόπο που δεν σήκωνε αντίρρηση είπα “ α όχι, σήμερα θα μου κάνει την τιμή η Αντα να πάμε να φάμε μαζί για να γιορτάσουμε την καινούργια της δουλειά
Ε τι λες;”
“γιατι όχι, με χαρά , μόνο Ακη θα σου ζητήσω μια χάρη, μη μάθουν οι άλλοι ότι είμαι εδώ, θα πούνε γιατι δεν πήγα να τους δω και ξέρεις τώρα, πως είναι οι γέροι”
“εντάξει μείνε ήσυχη, αυτόν μόνο πρόσεχε, συμπλήρωσε γελώντας, γιατι δεν αφήνει θηλυκό για θηλυκό, μην τον βλέπεις έτσι είναι επικίνδυνος τύπος”
“Ακη έφευγες μην σε καθυστερουμε,” και περνώντας το χέρι μου πάνω απ τον ώμο του τον συνόδευσα μέχρι την πόρτα.
“Πάντως είσαι μεγάλος πούστης, δεν παίζεις δίκαια, τι ήταν αυτό που πέταξες;”
“σιγά μην σε ταΐζω ένα μήνα ρε μαλάκα, πας καλά;”
Έκλεισα πίσω μου την πόρτα και είδα την Αντα να έχει βγει στην ταράτσα και να παίρνει βαθιές αναζωογονητικές ανάσες με τα μάτια κλειστά.
“είδες τι χάνεται οι Αθηναίοι;”
“καλά εδώ είσαι Βασιλιάς, δεν το συζητώ, με τα παιδιά γνωρίζεστε καιρό;”
“δεν θα το έλεγα καιρό, δυο τρεις μήνες μόνο αλλά πως να στο εξηγήσω ,λες και είμαστε μαζί χρόνια”
“πάντως το χεις αυτό, κάνεις τον άλλο και αισθάνεται μαζί σου οικεία σχεδόν απ την πρώτη στιγμή. Εμένα μου φαίνεται ότι σε ξέρω χρόνια , μην το θεωρήσεις υπερβολή, ακούγεται τρελλο αλλά νοιώθω ότι μπορώ να σε εμπιστευτώ για οτιδήποτε”
“ μην μασσας ο αέρας είναι, τυχαία ήρθα εδώ; είναι μέρος μιας ευρύτερης συνομοσιας να κατακτήσω τον κόσμο, έλα μην γελάς, πάμε να φάμε τίποτα, γιατι εγώ όταν πεινάω δεν ζαλίζομαι απλώς, λιποθυμαω” .
Το γεύμα κύλησε πάρα πολύ ευχάριστα. Και ειχε και μεγάλη διάρκεια Συνήθως εγώ είμαι ο φλύαρος και ο περίεργος , αλλά εκείνη την μέρα είδα έναν άνθρωπο που απελευθερώθηκε, έναν άνθρωπο που ειχε ανάγκη έναν άλλον άνθρωπο, κάποιον να την ακούσει, αυτό το απλό πράγμα που έχουμε όλοι μας κάποια στιγμή ανάγκη. Σε κάποιον να τα πούμε, να ξελαφρώσουμε.
Δεν συνέβη έτσι εύκολα όμως. Όλα ξεκίνησαν με μια ερώτηση που της έκανα μετά την πρώτη πρόποση .
“καθρέφτη έχεις σπίτι σου;'
“και βέβαια, και μάλιστα τεράστιο”
“που ακριβώς είναι, σε ποιο δωμάτιο;”
“καλά ότι δεν είσαι απ τους ανθρώπους που συναντας κάθε μέρα τοχω καταλάβει, αλλά και οι ερωτήσεις σου είναι το ίδιο νομίζω, σπάνιες”
“λέγε ρε που θα κρίνεις και τις ερωτήσεις του Θείου Κωτσου, και για να σε βοηθήσω τον καθρέφτη τον έχεις εκεί που κάθεσαι και μιλάς στο τηλέφωνο;”
γελώντας και εντελώς χαλαρωμενη, προσπαθούσε να σκεφτεί. Την έβγαλα απ τον κόπο συμπληρώνοντας.
“αν δεν τον έχεις εκεί , να τον βάλεις αύριο, για να δεις την διαφορά. Αν μπορούσες να δεις τώρα αυτό που βλέπω , και έχοντας σχηματίσει μια εικόνα απ τις χτεσινές συνομιλίες μας θα έβλεπες γιατι επιμένω, μην με κοιτάς τρωγε”
Είχαμε παραγγείλει μια ψαρουκλα που την πάλευε με το μαχαίρι και το πηρουνι.
“Κοριτσάρα μου δεν ακούς τι σου λέει το ψάρι;”
“όχι τι λέει”
¨σκυψε λίγο , άκου, ακούς;”
“όχι”
“να με ακουμπήσουν τα χεράκια σου κι ας πεθάνω, λέει. Πιαστο με τα χεράκια να του ικανοποιήσεις την τελευταία του επιθυμία”.
Κλείνω τα μάτια μου κι ακόμα ακούω τα γέλια της. Την βλέπω πως έγλυφε μετά ένα ένα τα δάχτυλα της, όπως η Βουγιουκλάκη, δεν θυμάμαι σε ποια ταινία. Πολύ εύκολα το ένα μπουκάλι κρασί απόκτησε ταίρι, οι άμυνες , και οι γλώσσες είχαν χαλαρώσει. Η διάθεση ειχε βάλει την καλή της φορεσιά, και δικαιωματικά καθόταν στην καλύτερη θέση του τραπεζιού. Το στρείδι που ειχε καθίσει στην ψυχή της ,σιγά σιγά άνοιγε και άφηνε να φανεί όλη η θλίψη που έκρυβε. Δεν έπαιζα με καθαρούς όρους και το ήξερα. Αυτό όμως που επίσης ήξερα αλλά δεν του έδωσα σημασία είναι ότι , η ζωή τιμωρεί.
“και δε μου λες , τι κατάλαβες από το τηλέφωνο;, τι εικόνα έδινα;” ρώτησε ξαφνικά ενώ το θέμα αυτό το είχαμε αφήσει.
“να σου πω ένα μυστικό, όταν μιλάω απ το τηλέφωνο και έχω και όρεξη, κλείνω τα μάτια και προσπαθώ νοητά να μεταφερθω δίπλα μ'αυτον που συνομιλώ. Επικεντρώνω σε ήχους, σε τόνο ομιλίας και σε πολλά άλλα μυστικά που αν στα πω πρέπει μετά να σε σκοτώσω”
“πριν με σκοτώσεις πες μου ήταν βρεθηκες χτες δίπλα μου τι είδες; είμαι πολύ περίεργη”
“χμ, αυτό σηκώνει τσιγάρο, λοιπόν άκου τώρα την διάγνωση”
“μάλιστα γιατρέ μου”
“σε φαντάζομαι με φορμιτσα, ξαπλωμένη σε εμβρυακή στάση, να ακούς Χατζηγιάννη που για κάποιο λόγο που δεν ξέρω ακόμα, αλλά θα μάθω, έχεις συνδέσει τα τραγούδια του με προσωπικές εμπειρίες.
Επίσης πρέπει να περνάς και ένα λούκι με το πρόσωπο και ...θες κι άλλα;”
“για συνέχισε”είπε με πολύ ενδιαφέρον και περιέργεια
“οκευ και και τελευταίο. Τόσο όμορφα μάτια είναι αμαρτία να κλαίνε, αυτά και στην υγειά μας” της είπα και της πρότεινα το ποτήρι μου. Με κοίταζε κατευθείαν μέσα στα μάτια ενώ έπινε γουλιά γουλιά το κρασί της.
“θα με κερασεις ένα από τα τσιγάρα σου;” της έδωσα ένα και της το άναψα. Είχε περάσει ένα ολόκληρο λεπτό χωρίς να πει τίποτα. Απλά κοιταζόμασταν στα μάτια, σαν το παιγνίδι που παίζαμε μικροί. Έχανε αυτός που φλεβαριζε πρώτος. Μόνο που στην προκειμένη περίπτωση δεν έχανε κανείς. Έτσι νόμιζα!
“το ξέρεις ότι σε όλα, μα σε όλα ρε πούστη μου, έχεις πέσει μέσα; πως γίνεται αυτό; δεν μπορώ να το πιστέψω, εντάξει την μουσική την είχα δυνατά, αλλά όλα τ'αλλα;”
“θα σου πω μετά, δεν είναι δύσκολο, αλλά πρώτα πες μου γιατι έκλαιγες, και δεν θέτω θέμα αδιακρισιας απ την ώρα που παραδεχθηκες ότι μπορείς να μου πεις τα πάντα, και για να σε προλάβω, να ξέρεις ότι οτιδήποτε πούμε μένει μεταξύ μας. Δεν μπορώ να διανοηθώ καν μπορεί να υπάρξει άνθρωπος που να σε κάνει να κλαψεις.Μου βγάζεις μαγκακι. Κακό δεν είναι το κλάμα βέβαια γιατι ξελαφρώνεις αλλά γιατι;”.
Και εκεί άρχισε. Τα τελευταία πέντε χρόνια της ζωής της ξεδιπλώθηκαν μπροστά μου, όχι με όλες τις λεπτομέρειες, αλλά αρκετές για να καταλάβω ότι είχα να κάνω με έναν άνθρωπο , που ειχε ταλαιπωρήσει και ταλαιπωρούσε ακόμα τον εαυτό του με τις επιλογές του. Όλοι μας κάνουμε λάθος επιλογές, είναι φυσιολογικό, αλλά στην περίπτωση αυτή, άγγιζε τα όρια της αυτοκαταστροφής. Είχε πλέξει από μόνη της έναν ιστό, ειχε παγιδευτεί η ίδια μέσα, και δεν μπορούσε να ελευθερωθεί. Να λυτρωθεί είναι το σωστό.

Δεν ξέρω πως πέρασε μιάμιση ώρα χωρίς να πω τίποτα.
Απλά συμφωνούσα η έκανα νεύματα καταφασης. Της άναβα τα τσιγάρα και της γέμιζα το ποτήρι. Ο λόγος της ειχε μια ένταση που έφτασε στο τέλος να είναι έτοιμη να κλάψει. Όταν αντικρυσα τα βουρκωμένα μάτια της και την άκουσα να μου λέει: “Κώστα πίστεψε με δεν τα έχω πει σε κανένα άλλον, δεν ξέρω τι να κάνω, έχω χάσει το μυαλό μου, παιδεύω την μάνα μου, την έχω αρρωστήσει, σε παρακαλώ πες μου, νοιώθω ότι μπορείς να μου πεις τι να κάνω” εκείνη την ώρα ήθελα να την αγκαλιάσω, να της χαιδεψω τα μαλλιά, να της υποσχεθώ ότι θα κάνω ότι μπορώ να την βοηθήσω. Αλλά ένοιωσα πολύ λίγος, πολύ μικρός. Η κοπέλα οντως υπέφερε.
Της έπιασα το χέρι και το μόνο που κατάφερα να της πω ήταν “δεν ξέρω αν αυτό που θα σου πω θα είναι το σωστό. Είμαι σίγουρος ότι μπορείς να βρεις την λύση , αλλά ένα μπορώ να σου υποσχεθώ. Ότι ώρα, όποια μέρα με χρειαστείς θα είμαι δίπλα σου.”
“αυτό και μόνο φτάνει. Τελικά εκτός από δουλειά , βρήκα και φίλο, και τι φίλο,λοιπόν τώρα μου χρωστάς και εσύ κάτι, πως τα κατάλαβες όλα απ το τηλέφωνο; για λέγε”
“μαθηματικά πως τα πήγαινες στο σχολείο;” ρώτησα γελώντας για να αποφορτίσω το κλίμα.
“άντε πάλι τα ίδια, τα κουφά, μέτρια ήμουνα”
“λοιπόν γλυκιά μου δεσποινίς, ένα πράγμα στον κόσμο δεν λέει ποτέ ψέματα, κι αυτό είναι οι αριθμοί. Και οι αριθμοί λένε ότι το ογδόντα τοις εκατό των γυναικών, όταν είναι ξαπλωμενες παίρνουν εμβρυακή στάση, όταν δε είναι και στεναχωρημενες το ποσοστό αγγίζει το ενενήντα πέντε. Πάμε παρακάτω. Το φορμακι το έπαιξα πενήντα – πενήντα και στάθηκα απλά τυχερός. Όσο για τα κλάματα δεν είμαι και τόσο άσχετος. Οι κύκλοι αγάπη μου κάτω απ τα μάτια, δεν κρατάνε πότε μυστικά, είναι ρουφιάνοι”.
Γούρλωσε τα κατακόκκινα μάτια της και είπε με θαυμασμό “δεν σε πιστεύω, έκανες όλους αυτούς τους συνοιρμους και έβγαλες το σωστό συμπέρασμα. Είσαι σατανάς τελικά.”
“ειδικότητα αποκτηθείσα εν τω στρατευματι” απάντησα με το πομπώδες ύφος που με διέκρινε κάποιες φορές, “ανακριτής αιχμαλώτων πολέμου”.
“υπάρχει τέτοια ειδικότητα στον στρατό;”
“είναι υποειδικοτητα , και άρχισα να γελάω, η κανονική είναι τσάτσος. Αν έχεις μέσον προχωράς στις υποειδικοτητες”
“δεν ντρέπεσαι ρε να κοροϊδεύεις μια ξανθιά στεναχωρημένη; να ρωτήσω και κάτι άλλο; μπορώ;”
“εδώ που φτάσαμε θα στα πω όλα” και έκανα μια γκριμάτσα φοβισμένου μάρτυρα.
“τι έχεις σπουδάσει;”
“ανάλυση εμπορικών και βιομηχανικών εφαρμογών”
“μόνο; δεν μου φαίνεσαι για τεχνοκράτης”
“καλά και λίγο ψυχολογία”
“πόσο λίγο; δηλαδή πήγες κάπου και είπες θέλω δυο κιλά ανάλυση και τρία κιλά ψυχολογία; ρε με δουλεύεις;”.
“δεν σου λέω, έτσι να σκάσεις,παλληκαρι μας φέρνεις τον λογαριασμό σε παρακαλώ;” είπα στο σερβιτόρο που πέρναγε.
“λοιπόν εγώ κερναω για την δουλειά μου”
“χα χα ας γελάσω κατσαρά, πας καλά κοπελιά μου; θες να το μάθει ο πατέρας μου και να με αποκληρώσει; ανήκω στην γενιά που γαλουχήθηκε με αξίες, προσέχουμε και τιμάμε τις γυναίκες και πάνω απ όλα δεν μάθαμε το μισά- μισά και κερνάει η γυναίκα. Γι αυτό βάλε το πορτοφόλι σου μέσα , μην γίνουμε θέμα στο βραδυνο δελτίο”
“τι να σου πω, δεν είναι σωστό αυτό”
“αν είναι σωστό η όχι θα το κρίνει η ιστορία, δουλειά δεν μου είπες από πότε ξεκινάς; και με τι λεφτά;.”
“δεύτερα δίνω παραίτηση και μια βδομάδα διορία, και απ την μεθεπόμενη βδομάδα ξεκινάω στον Βασίλη. Τώρα από λεφτά μου είπε ένα νούμερο αλλά δεν ξέρω αν είναι καθαρά η μεικτά”
“καθαρά είναι” είπα με μια βεβαιότητα και χασκογελουσα σαν να προδιδα την ανάμιξη μου.
Είχαμε αρχίσει να περπατάμε προς το σπίτι μου και μόλις είχαμε περάσει την λεωφόρο όταν σταμάτησε ξαφνικά μπροστά μου και με τα χέρια στην μέση με ρώτησε “και που το ξέρεις εσύ; και πόσα είναι ; αφού τα ξέρεις όλα”.
¨ρε ξανθό χίλια διακόσια δεν σου είπε;”
“χα την πάτησες κύριε. Χίλια μου είπε συν ένα μηχανάκι για τα διόδια της αττικής συν τις βενζίνες μου, δεν ξέρω για σένα αλλά εγώ είμαι πολύ ευχαριστημένη,α μην το ξεχάσω, και δυο σαββατα τον μήνα που θα πληρώνονται ξεχωριστά. Έτσι μου ρχεται να σε φιλήσω”
“ποτέ μην καταπιεζεις τον εαυτό σου” είπα και της έτεινα το μάγουλο μου.
Με αγκάλιασε σαν μικρο παιδάκι και με φίλησε σταυρωτά και στα δυο μάγουλα.
Ένα μακρόσυρτο και επαναλαμβανόμενο κορνάρισμα ακούστηκε πίσω μας. Γυρίσαμε και είδαμε τον Ακη να μουντζώνει.
“ρε είστε καλά; λείπετε τέσσερις ώρες και δεν σηκώνεται κινητά, τα χετε παίξει εντελώς και φιλιεστε στην μέση του δρόμου; έχω αφήσει το μαγαζί και σας ψάχνω”.
“εγώ τοχω αφήσει σπίτι”
“εγώ στο αμάξι”
“κι εγώ είμαι ο μαλάκας που σας ψάχνει, άντε μπείτε μεσώ μην σας χέσω και τα δυο ,μαλακισμενα παιδάκια”.
Άνοιξα την πόρτα στην Αντα και έκανα να κάτσω μαζί της στο πίσω κάθισμα, όταν άκουσα τον Ακη να λέει γελώντας κι αυτός:
“έλα μπροστά ρε που θα κάνω και τον ταξιτζή, δεν σου είπα ρε κοπέλα μου να τον προσέχεις ; είναι επικίνδυνος”.
“αχ μακάρι να υπήρχαν κι άλλοι τέτοιοι επικίνδυνοι άντρες , είσαι πολύ τυχερός που μένετε κοντά και είστε όλη την μέρα μαζί, εγώ πάντως σήμερα πέρασα μια από τις ωραιότερες μέρες μου.”

Περάσαμε απ το μαγαζί να πούμε ένα γεια στην Λίνα και καταλήξαμε σπίτι μου γιά ένα τελευταίο καφεδάκι. Είχαμε πιει λίγο παραπάνω και δεν την άφηνα να οδηγήσει πριν περάσει λίγη ώρα.
Της εξηγούσα πως πήρα την απόφαση να ψάξω σπίτι στην παραλία , όταν ο υπολογιστής άρχισε να βγάζει αυτούς τους παράξενους ήχους.
Τον είχα πάντα σε κατάσταση online και ειχε γεμίσει παράθυρα ανοικτά.
Ήταν όλοι εκεί.
Το ανίψι μου ο Γιώργος. Ένας τρομερός πιτσιρικάς απ την Κοζάνη δεκαπέντε χρονών, που με φώναζε θείο, ήταν παναθηναϊκός και γνωριστήκαμε διαδυκτιακα, στο football manager, ένα παιγνίδι για άντρες ,άντε για μικρούς άντρες . Προσπαθούσα να τον ξεκολλησω απ το κόσμο των υπολογιστών και να τον βάλω στο κόσμο του βιβλίου, αλλά μάταια. Σαν να προσπαθείς να πείσεις τον καραγκούνη να μην πέφτει κάτω και σφαδάζει, όταν τον ακουμπάνε, γίνεται; δεν γίνεται. Έτσι και με το ανίψι μου.
“έλα ρε θείο, που είσαι και έχω πάρει ιο. Θειοοοοοο , ελα θειοοοο” κοίταξα την ώρα του μηνύματος, σαράντα λεπτά πριν.

Εκεί ήταν και η Αντζυ. Ήταν η μόνη που είχαμε γνωριστεί από κοντά
και κάναμε και παρέα. Είχα ταβλιαστεί μια μέρα στην μέση της Ομονοίας, με πήγανε στον “ευαγγελισμό” και εκεί ήταν η Αντζυ αποκλειστική. Η χαρά του αρρώστου. Τον κάναμε τον θάλαμο παιδική χαρά καθότι Αντζυ σημαίνει γέλιο. Η καλύτερη θεραπεία, και μεταξύ μας η μόνη που κατάλαβε ότι δεν είχα τίποτα, και ότι όλα ήταν απ'το άγχος. Μετά από αυτό ο φραπες και το τσιγάρο δεν έλλειπαν απ την ημερήσια διάταξη .
“που είσαι ρε χαμένο πάλι κοπροσκυλας; κανόνισε να σε ξαναφέρουν με την ζωή που κάνεις. Θα σ'αφησω να ψοφησεις κακομοίρη μου”.
Αυτή το ειχε στείλει δυο ώρες πριν.

Την ένοιωσα που κοίταγε πάνω απ τον ώμο μου. “σε έκλεψα απ τους φίλους σου σήμερα, να αισθάνομαι ένοχη;”
“ασχολείσαι καθόλου με internet;”
“όχι ρε γαμώτο ,πέραν του προγράμματος που έχουμε στην δουλειά, τίποτα άλλο,και θέλω να μάθω.”
“θα σου μάθω εγώ, δεν είναι τίποτα δύσκολο”
“πάμε να κάτσουμε λίγο έξω Κωστή; θέλω κατι να σου πω πριν φύγω”
Βγήκαμε έξω καθίσαμε στην κουνιστή , από μπαμπού πολυθρόνα .
Το ελαφρό βραδυνο αεράκι του ιουλιου ειχε αρχίσει να φέρνει τις μαγευτικές μυρωδιές και τα σπάνια αρώματα της θάλασσας . Πήρε μια βαθιά ανάσα και γυρνώντας προς το μέρος μου, φωλιάζει την παλάμη μου ανάμεσα στις δικές της, και με ένα πολύ ήρεμο τόνο στην φωνή της άρχισε να μου λέει:
“δεν ξέρω αν συνειδητοποίησες τι συνέβη αυτές τις δυο μέρες στην ζωή μου και ποια είναι η συμβολή σου σ'αυτο. Κατάφερες και μου έδωσες έναν άλλο αέρα, ένα τόνο αισιοδοξίας και το κυριότερο, και το πιο σημαντικό άκουσες. Άκουσες αυτά που είχα μέσα , που ήθελα να τα πω και δεν μπορούσα. Λίγες ώρες έχουμε περάσει μαζί και μου έχει συμβεί ακριβώς αυτό που είπα πριν πάμε για φαΐ. Μόνο που πριν είχα την αίσθηση, ενώ τώρα είμαι σίγουρη ότι μπορώ να σου εμπιστευθώ τα πάντα. Μένω στην υπόσχεση σου ότι θα είσαι δίπλα μου, χωρίς να ξέρεις πόσο σημαντικό ήταν αυτό για μένα. Αρκεί να σου πω ότι έχω μια φίλη που δεν έχει την εικόνα που έχεις εσύ τώρα. Δεν θέλω να χάσω αυτό που κέρδισα σήμερα. Πίστεψε με δεν το περίμενα ούτε στα πιο τρελα μου όνειρα ότι θα μου τύχαινε ποτέ κατι τέτοιο. Από σήμερα σε ανακηρύσσω επίσημο εξομολογητή μου”.
“Κοριτσάρα μου άκου τώρα κι εμένα, τον άσχετο. Η δική μου στάση απέναντι στην ρουφιάνα την ζωή, σου έχω πει ότι είναι μια και μόνη. Θετική. Την ίδια στάση θέλω να έχουν και οι φίλοι μου. Ξέρεις που κάνουμε λάθος; Αν δεις ένα ποτήρι από πάνω θα δεις ένα κύκλο. Αν το δεις από το πλάι , θα δεις ένα κύλινδρο. Σημασία έχει ότι απ' όποια μεριά και να το δεις δεν παύει να είναι ποτήρι. Το να βλέπεις τα πράγματα στην πραγματική τους διάσταση είναι το πιο σημαντικό αλλά και το πιο δύσκολο. Μερικές φορές έχουμε μπροστά στα μάτια μας απαντήσεις, αλλά βάζουμε μόνοι μας ανασχεσεις, συναισθηματικού τύπου. Θέλω να μου κάνεις κι εμένα μια χάρη. Θα πας σπίτι σου και θα πάρεις ένα χαρτί. Θα το χωρίσεις στην μέση και θα κάτσεις να γράψεις αριστερά τα θετικά και στα δεξιά τα αρνητικά της σχέσης σου. Χωρίς πίεση χρόνου, έχεις μια ολόκληρη Κυριακή να το κάνεις,και μόλις το τελειώσεις τηλεφώνησε μου. Οκέι;”
“και σ'αυτο θα δω το ποτήρι;” ρώτησε, “ελπίζω πως ναι. θυμάσαι που σου είπα ότι εσύ και μόνο εσύ μπορείς να βρεις και να δώσεις την λύση; αυτό θα προσπαθήσουμε . Ξέρω ότι πολύ δύσκολο γιατι πρέπει να το κάνεις πολύ ψυχρά. Μην σε τρομάξει αν τα αρνητικά είναι πιο πολλά. Κάποιες φορές εάν μπορέσεις να αναδείξεις ένα καλό στοιχείο του εαυτού του, είναι ικανό να επισκιάσει πολλά ελαττώματα. Γιαυτό πάνω απ όλα να είσαι αισιόδοξη. Εντάξει;”
“να σε ρωτήσω κατι άλλο άσχετο;” είπε.
“ότι θέλει το κορίτσι”
“αθηνα κάθε πότε έρχεσαι; θέλω να πω αν κανένα απογευματάκι θα μπορέσουμε να πάμε για καφεδάκι”

“πες μου εσύ πότε κι εγώ αν μπορώ θα έρθω, μην ξεχνάς επίσης ότι έχεις κλείσει και το δίωρο το βραδυνο”.
Μάζεψε τα πράγματα της και μετά από μια ζεστή αγκαλιά κατέβηκε τα σκαλιά ,μπήκε στο αμάξι της και πήρε το δρόμο της επιστροφής για το πολύβουο άστυ την ψυχοφθόρα Αθήνα.
Κοίταξα το ρολόι μου. Εννιάμισι. Πότε πέρασε η ώρα;. Πότε βραδυασε;. Τι έγινε σήμερα;. Τι κάνουμε τώρα;. Άφησα τις ερωτήσεις αναπάντητες και έκατσα μπροστά στον υπολογιστή.
Ο Γιώργος ειχε κλείσει. Η Αντζυ μάλλον δούλευε και ειχε κλείσει κι αυτή. Κοίταξα ποιοι ήτανε “μέσα” κατά την ορολογία της κοινότητας μας.
-Συνδεδεμένοι αυτή την στιγμή (3)
eva.....?
sissy...
magic_v...

η ευη (eva) άνηκε στον ένα κύκλο παρέας μου, που ειχε σχέση με την Αννα, την γυναίκα που για χάρη της ντύθηκα γαμπρός. Παραδόξως κανένας δεν πίστευε ότι είχαμε χωρίσει. Η σχέση μας δεν ειχε μείνει σε αυτό που λένε πολιτισμένο επίπεδο. Είχαμε και έχουμε ένα δέσιμο που έχει να κάνει πιο πολύ με το φαινόμενο της αδελφής ψυχής, παρά με έρωτα. Η παρέα αυτή λοιπόν είναι η χαρά του λυπημενου. Η λύτρωση του εργένη, όρεξη μόνο να χεις να τις ακολουθείς.
Τέτοια ζωντάνια δεν έχω ξανασυναντήσει, μετά από οχταωρη βάρδια (γιατι όλες οι δεσποινίδες εργάζονται στο αεροδρόμιο), αποφασίζουν να βγούνε έξω, και ο θεός να λυπηθεί όποιον βρεθεί στον δρόμο τους.
Εύη, Αννα, Αγγελική, Μίνα Χρυσούλα, Ιωάννα, κατι σε τρεις σωματοφύλακες με δυο αναπληρωματικούς, και ένα γκεστ σταρ.
Έτσι μου έκανε εντύπωση όταν είδα ότι η Εύη την δεδομένη στιγμή ήταν σπίτι της.

-τι έγινε μαρή, δεν θα βγείτε σημερις;
-καλώς τον που είσαι συ, και βέβαια θα βγούμε αλλά όχι από τώρα, γύρω στις δώδεκα.
-είπα κι εγώ, σαββατιάτικα μέσα;
· -τι άλλα νέα; τι κάνουν τα πιπίνια σου;
· -χεστα ρε φιλενάδα, πίκρα, ξεκαλοκαιριαζουν με τις οικογένειες τους. Αυτό είναι το κακό με τα πιπίνια, έχουν άμεση εξάρτηση απ την οικογένεια, εσύ τίποτα καινούργιο;
· -τίποτα ρε Κώτσο, αρσενικά σωστά πουθενά, γι'αυτό ετοιμαζόμαστε να πάμε σκιαθο η Αννα η Μινα κι εγω μπας και βρούμε τίποτα σε σωστό άντρα.
· -ωχ Παναγία μου , η Σκιάθος το ξέρει;
· -Άντε να χαθείς βλαμμενο, χάρη τους κάνουμε. Κώτσο σ'αφηνω να ετοιμαστω.
· -οκ δώσε φιλάκια και στις άλλες.
Οσο μίλαγα με την Εύη οι αλλες δύο εξαφανίστηκαν. Σιγά μην κάθονταν σαββατοκύριακο μέσα. Σηκώθηκα άναψα τσιγάρο και βγήκα πάλι στην ταράτσα. Χάζευα το μαγαζί του Χρησταρα που ειχε αρχίσει να μαζευετε κόσμος.
Κοίταξα ξανά το ρόλοι και η σκέψη μου έτρεξε στην Αντα.

Έβαλα ένα southern και βγήκα πάλι στην ταράτσα. Για ένα περίεργο λόγο την σκεφτόμουν ακόμα . Όχι όμως την γυναίκα , άλλα τον άνθρωπο. Έφερα στο νου μου όλα αυτά που μου είπε και ξαφνικά κατάλαβα ένα πράγμα. Εγώ δεν είχα αγαπήσει τόσο πολύ. Ισως είχα αγαπηθεί αλλά πόσο αξίζει να λες ότι έχω αγαπήσει, αν φτάνεις σε τέτοιες καταστάσεις. Σκέφτηκα τις φίλες μου την Αγγελική , την Ράνια ακόμα και την πρώην γυναίκα μου την Αννα που είχαν περάσει κάποιες παρόμοιες σχέσεις που τις είχαν σημαδέψει. Τελικά όταν μας λένε γουρούνια εννοούν ότι δεν έχουμε αισθήματα, η ότι ξεπερνάμε πιο εύκολα σχέσεις και παρελθόν;
Δοκίμασα να κάνω μια αναδρομή στις δικές μου σχέσεις. Δεν βρήκα ειλικρινά μια που να την έχω κοροϊδέψει, η να έχω υποσχεθεί κατι και να μην το τήρησα. Δεν λέω ότι είμαι τέλειος αλλά πόσο δύσκολο είναι να βλέπεις τον άλλο σαν ομότιμο μέσα στην σχέση και όχι ανταγωνιστικά; Ο φίλος μου ο Μήτσος που το είχαμε συζητήσει μια φορά μου ειχε πει, ότι έχω βρει τον κωδικό που ξεκλειδώνει κάθε γυναικεία άμυνα. Συμφωνώ, αλλά δεν τον έχω κρατήσει για μένα. Το έχω πει σε όλο τον κόσμο. Και είναι το εξής: Μην προσπαθείτε ποτέ να εντυπωσιάσετε μια γυναίκα, προσπαθήστε να καταλάβετε ποια είναι η ανάγκη της. Τι θέλει πραγματικά, τι της λείπει απ την ζωή της.
Ερωτεύεσαι κάποια η κάποιον γιατι σου συμπληρώνει αυτό που σου λείπει απ την ζωή σου, όχι επειδή προσθέτει σε κατι που ήδη έχεις.
Εξάλλου τι είναι αυτό που όλοι λέμε; “Βρήκα το έτερον μου ημισυ” δηλαδή αυτό που μου λείπει για να δημιουργήσω την ολοκληρωμένη μονάδα. Άτιμα μαθηματικά, ακόμα και στον έρωτα έχουν εφαρμογή.
Γιατί ρε γαμώτο τα βλέπω τόσο απλά και ξεκάθαρα και δεν μπορούν να τα δουν και οι άλλοι; Πόσο δύσκολο είναι να βάλουμε φίλτρα στην λογική και να ξεχωρίζουμε τι είναι αυτό που μας χαλάει και αυτό που μας φτιάχνει;













ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ

Ο έρωτας είναι παράξενο ρολόι. Δεν αρκεί να το κουρδίζεις.
Πρέπει να σπρώχνεις και τούς δείκτες με το δάχτυλό σου.




Από τις σκέψεις και την κουβεντούλα που είχα σκαρώσει με τον εαυτό μου με έβγαλε το τηλέφωνο που χτύπαγε. Κοίταξα ποιος καλούσε και απάντησα αμέσως.
“έλα ρε καβλοπιστολο τι κάνεις;”
“μεσιε κωνσταντάν είσαι έτοιμος;” ήταν ο αρραβωνιάρης, ο Μήτσος.
“γιατί που θα πάμε;”
“καλά ρε δεν είπαμε να πάμε Λουτράκι;”
“είπες δεν είπαμε”
“καλά άσε τις μαλακίες και ετοιμάσου, έχω προαίσθημα”
“και την άλλη φορά είχες αλλά ακουμπήσαμε από διακοσιαπενηντα”
“ναι αλλά φορτώσαμε και τα δυο μελαχρηνα που είχαν ξεμείνει, να είσαι δίκαιος, όταν με κρίνεις γιατι πληγώνομαι”
Είχαμε ένα σύστημα. Παίρναμε από διακοσιαπενηντα ο καθένας αφήναμε κάρτες και πορτοφόλια σπίτι και ότι γινόταν. Η τα χάναμε η κερδίζαμε. Τρεις φορές είχαμε πάει μέχρι τώρα και μια είχαμε πατώσει εντελώς, μια στα λεφτά μας και μια ειχε κερδίσει χίλια εκατό ο μητσος και εξακόσια εγώ.
Το ξανασκεφτηκα στα γρήγορα, το πιπινιον δεν θα ερχόταν, τα παιδιά σαββατο θα τέλειωναν αργά, άρα...
“οκευ ρε μούργο. Σε μια ώρα περνάω να σε πάρω.”
Η διαδρομή μέχρι το Λουτράκι κύλησε πολύ ευχάριστα και με τις απορίες του Μήτσου για την Αντα,που του είχα πει περιληπτικά τι ειχε παιχτει.Απορίες όπως κάθε φυσιολογικού άντρα. Σεξουαλικές φύσεως. Η βραδυά κύλησε ευτυχώς κερδοφόρα και το ξημέρωμα μας βρήκε να τρώμε ένα δυναμωτικό και ακρως τονωτικό πρωινό στο καταπληκτικό μπουφέ εστιατόριο του καζίνου Λουτρακιου. Μια προσεκτική ματιά, ήταν οντως πολύ ενδιαφέρουσα. Μπορούσες να δεις ποιος έχασε και έφευγε, ποιος έχανε και ετοιμαζόταν να ξαναπάει να παίξει, τον παπουλη που εκτελούσε χρέη μέγα χορηγού στην ξανθιά που κολοτριβοταν δίπλα του. Και φυσικά υπήρχαν και πρόσωπα γελαστά που πρόδιδαν το κέρδος ,όπως τα δικά μας. Καθώς ειχε πάει ήδη οχτώ η ώρα παρακινώ τον Μήτσο να την κάνουμε σιγά σιγά. Όπως συνήθως πήγαμε πρώτα στο Ν. Ηράκλειο στο σπίτι του, κοιμηθήκαμε ένα δίωρο και κατά τις δώδεκα αφού ήπιαμε τα καφεδακια μας και σχολιασαμε το προηγούμενο βράδυ, πήρα τον δρόμο της επιστροφής στο σπίτι μου.
Κυριακάτικη διαδρομή στην παραλιακή Ιούλιο μήνα. Μια εποχή που η λεωφόρος δικαίωνε την ύπαρξή της. Όλος ο κόσμος ειχε γίνει μια πολύβουη και πολύχρωμη σειρά από αυτοκίνητα που έψαχναν να βρουν την θέση τους στο μεγάλο παζλ που κάθε τέτοια εποχή δημιουργούσαν.
Κατά βάθος τσαντιζόμουν γιατι όλος αυτός ο κόσμος μας έβγαζε εμάς τους μόνιμους κάτοικους απ το βόλεμα μας. Ακόμα και στην πολυκατοικία είχα πρόβλημα. Ολόκληρο τον χειμώνα υπήρχαν μόνο δυο διαμερίσματα, το δικό μου και στο ισόγειο του κυρ-Φώτη με την γυναίκα του, που ήμασταν μόνιμοι κάτοικοι. Το καλοκαίρι άρχιζε η άφιξη των επιταφειων όπως τους είχα ονομάσει. Μέσος όρος ηλικίας με το ένα πόδι στον τάφο. Μετά απ την αφεντιά μου , ο πιο μικρός ήταν ο κυρ-Φώτης που ήταν εξήντα οχτώ, και τον είχαν ταράξει όλες οι γριές στην αγγαρεία. Και το πιο κακό ήταν ότι ήταν όλες χήρες. Τόσες γριές χήρες μαζεμένες δεν βρίσκεις πουθενά αλλού. Θυμάμαι όταν έμαθαν ότι μένω μόνιμα εκεί μόνο παρτυ που δεν έκαναν, γιατι ο θεός τους έστειλε και δεύτερο σκλάβο. Άλλαζα λάμπες, κουβαλούσα τσάντες, πήγαινα φαρμακείο, με λίγα λάγια με είχαν ξεσκίσει. Αλλά και στα παράπονα τους ήταν πρωταθλήτριες. Δεν έκαναν πίσω ποτέ. Λίγο η μουσική παραπάνω , λίγο ο Θωμάς να φώναζε, λίγο το ένα λίγο το άλλο πάντα έβρισκαν κατι να φωνάξουν. Μόνο η κυρά-Βάσω που έμενε ακριβώς από κάτω μου ήταν πιο προσιτή. Ένα βράδυ μάλιστα, που ειχε διανυκτερεύσει μια “ξαδερφούλα” , φώναζε τόσο πολύ, που την άλλη μέρα το σκεφτόμουν να βγω έξω. Ώσπου χτυπάει το κουδούνι, και βλέπω τι; την κυρα-Βάσω με ένα πιάτο που ειχε τέσσερα κοματια σπανακόπιτα, και ένα πελώριο χαμόγελο όλο υπονοούμενα.
“ξυπνήσατε Κωστή μου;”
“ναι , και θέλω να ζητήσω συγνώμη αν χτες , σας ανησυχήσαμε λιγάκι”
“αχ και να ξερες τι μου θύμισες, είπε γελώντας και συμπλήρωσε, έκανα πιτουλα με χόρτα και σκέφτηκα ότι θα χετε κουραστεί και είπα να σας φέρω λιγάκι”
“δεν ήταν ανάγκη, αλλά χίλια ευχαριστώ”
“να σαι καλά αγόρι μου και μην ακούς κανέναν, ζήσε όσο καλύτερα μπορείς, γιατι μέρα που περνάει δεν ξαναγυρίζει. Άντε φάτε τη τώρα που είναι ζεστή” ενώ παράλληλα κοίταζε πάνω απ τον ώμο μου και έψαχνε να δει την αιτία που την κράτησε ξάγρυπνη.
Ο Ακης και η Λινα ειχαν αρχισει και με εψαχναν την ωρα που εφτανα σπιτι μου.
“τι εγινε ρε φίλε τους τα πήραμε;”
“τωρα ερωτηση ειναι αυτη; ειπα με επαρση νικητη, και βεβαια τους τα πηραμε. Για την ακριβεια τους ματωσαμε. Τεσσερα χιλιαρικα,ειπες τιποτα;”
“μπραβο ρε Κώτσο, μπράβο ρε φίλε” και εκει ειναι που για αλλη μια φορα ξεχωρισα τον αγνο φιλο και ανθρωπο. Δεν υπηρχε ουτε η παραμικρη υποψια ζηλιας, το ελεγε μεσα απ την καρδια του , λες και τα ειχε κερδισει εκεινος. Φιλος πραγματικός με ολη την σημασια της λεξεως. Ειχα προσπαθήσει ενα βραδυ που ειχα υποβαλλει τον εαυτο μου, σε φιλοσοφικα μαρτυρια, να βρω την πραγματικη εννοια της λεξεως ΦΙΛΟΣ. Κατέληξα σε ενα συμπερασμα. Ο καλός φίλος που διαλέγουμε ειναι το καταπραϋντικό για τους κακούς συγγενείς που κληρονομήσαμε. Αληθεια η ψεματα δεν ξερω, θα το δείξει η ιστορία.
“εχεις φαει τιποτα ρε η εισαι από χτες νηστικος με καφε, ποτό και τσιγάρο;”
“κολλητέ εχω σκάσει. Εσεις τι νέα;. Ολα καλά εδώ η να βάλω τις φωνές ;”
“θα ερθεις από δω να πιούμε καφεδάκι;”
“ερχομαι, ερχομαι, σε πέντε-δέκα λεπτά φτάνω”
Σταμάτησα στο μοναδικό ζαχαροπλαστείο που είχαμε, και πήρα γλυκά για να φάμε και εφτασα στο σπιτι τους, με ενα τεραστιο χαμογελο αυτοπεποιθησης και ικανοποιησης.
Η Λίνα εκείνη την στιγμη αφηνε τους φραπέδες πάνω στο τραπέζι και μολις με ειδε με φιλοδώρησε με μιά μουντζα ολο μεγαλοπρεπεια αλλα με πολυ αγάπη.
“παρτα κολόφαρδε να μη στα χρωστάω. Πάλι σου ανοιξε; και ηθελα να παρω καινουργιο μαγιό.να τι θα μου πάρεις δώρο”
“οτι θελει το κοριτσι”
φιληθηκαμε και κατσαμε να τους πω τα νεα, και το πως κερδισα τα φραγκακια.
Ξοδέψαμε μια ωρα για το προηγουμενο βραδυ, γιατι παραλληλα επρεπε να εξηγω και τους κανονες του ποκερ. Ο Θωμάς βέβαια, το μόνο που κατάλαβε ηταν οτι ο θείος κέρδισε λεφτά και θα του φέρει δώρο, και κάθε πέντε λεπτά ρώταγε πότε θα το πάρει.
“και τώρα κάτι αλλο” είπε η Λίνα και πήρε μια βαθιά ανάσα ξαπλώνοντας αναπαυτικά στην πολυθρόνα της.
“κουτσομπόλα δεν είμαι και το ξέρεις, αλλά ρε λαμόγιο χτες την κοπάνησες χωρίς να δωσεις αναφορά πεπραγμένων για το τι εγινε με την Αντα. Και για να γίνω πιό σαφής ο κολλητός σου ολο το βράδυ μου τα ζάλισε. Και τά βάζει μετά με το παιδί που ρωτάει συνέχεια. Σαν τα μούτρα του τον εχει κανει. Ειχαμε κόσμο στο μαγαζί και αυτός τον χαβά του. Λες ρε Λίνα να εχουν βγει μαζι; Αυτος δεν παει καζίνο , σημερα του ηρθε; Για πάρε μια την Αντα να δεις, πολυ απότομα δεν εφυγε;, και αλλα τέτοια.”
ο Ακης ειχε πάρει εκφραση μωρού που μόλις εχει κανει ζημιά και τον εχουν πιάσει στα πρασσα.
“εγω από ενδιαφέρον και μόνο ρώταγα, και θα βρω και τον μπελά μου.”
Χαμογελούσε τοσο αινιγματικα, που ακόμα και η Τζοκόντα θα εβαζε τα κλαματα από την ζήλεια.
“τι θες να μαθεις ρε μουργο; πες μου.” τον ρώτησα γελώντας.
“εγω; τι να μαθω ρε, αφου θα μου τα πεις μονος σου. Ελα τωρα ασε τις μαλακιες και λεγε τι εγινε από χτες που σας αφησαμε μεχρι τώρα. Το εχασα το στοιχηματακι η οχι ακόμα; ελα μη με κοιτας και γελας, λεγε μη σε χεσω”
“κατ'αρχην και επειδη εισαι λιγο γκαου, ποιος ειμαι που θα μου κάτσει γυναίκα με την μία; απλά φάγαμε, μιλήσαμε και μου ανοιξε τα εσώψυχά της.”
“τα πόδια σου τα ανοιξε; αυτό μας νοιαζει”
“ μην μου πηδας την κουβεντα, θελεις να σου πω;”
“εχει δίκιο ρε Ακη, αστον να μιλησει το λαμόγιο που μας το παίζει και σοβαρός” συμπληρωσε η Λίνα που κρατιόταν να μη γελάσει.
“καλά βλαμένα κοροϊδεύετε εσεις να δουμε ποιος θα γελάσει τελευταιος.”
“αγορι μου γλυκό, ο μπαμπάς μου ξερεις τι μου ελεγε; το πουλί σου και την υπογραφη σου να προσεχεις που την βαζεις, εσυ κώτσο μου πας να μπλεξεις. Θυμισου τον Ακη, ξερω τι σου λεω.”
“ο Ωνάσης οταν του ειπαν αυτη την παροιμια ξερεις τι απαντησε; αν προσέχεις, ουτε δουλειες θα κάνεις, ουτε θα ζησεις, και συμφωνω απολυτα μαζι του. Επίσης με την ευκαιρεια θελω να πω αλλη μια μεγάλη διαφωνία μου. Θεωρώ αποτυχημένη εμπνευση το τσιτάτο του Κοέλιο που αναφέρει οτι αν θες κάτι, ολη η φύση θα συνομοτήσει για να γίνει. Ωπα ρε μεγάλε δηλαδη αν ηταν ετσι δεν θα ειχαμε ποτε τζακ-ποτ στο τζοκερ. Ολοι θα κερδιζαμε, γιατί ποιος ελληνας δεν θελει απ τα βαθη της καρδιας του να κερδισει το τζοκερ και το λαχειο; καταλαβετε επιτέλους οτι η ζωη δεν ειναι παροιμιες και τσιτάτα. Η ζωη ειναι κατακτηση ωκεανων, που δεν προκειται ποτε να τους κατακτησεις αν φοβασαι να απομακρυνθεις απ την ακτη.”
“τωρα δεν λες και εσυ θεωρίες ;”
“αλλο εγω, δεν διεκδικω να μεινω στην ιστορια, ενω αυτοι αυτο επιδιωκουν, και εγω μιλάω αλληγορικα και δεν νομιζω οτι εχω αδικο. Εσεις που τα παρατησατε ολα για να δοκιμασετε το ονειρο σας εδω, τι κανατε; βουτηξατε στα βαθια. Οποτε κολλητε , παραδίνεσαι η να συνεχίσω;”
“οχι, οχι παραδίνομαι, λεγε τωρα με την Αντα τι εγινε και με εχεις γκαστρωσει.”
“ναι ρε Κώτσο μας πας Σαλαμίνα μέσω Λαμίας.” συμπλήρωσε και η Λίνα.
“οκευ, αλλά μην νομίζετε οτι εγινε τίποτα. Απλα δυο ανθρωποι εκατσαν και εφαγαν οπως σας ειπα και διαπιστωσαν οτι τα χνωτα τους ταιριαζουν. Επισης η κοπελα ηθελε να μιλησει και μου ειπε καποια πολυ προσωπικα της, που δεν ταχει πει σε κανεναν μεχρι τωρα. Το σεβομαι και ξερω οτι καταλαβαινετε οτι δεν μπορω να σας πω τιποτα παραπανω, οσο και να με βασανισετε καθηκια, δεν μιλαω” ειπα, παριστανοντας τον αιχμαλωτο.
“και εκει που σας ειδα να φιλιοσαστε;” ρώτησε ο Ακης.
“σιγα ρε , να σε ακουσει και κανενας θα πει οτι το καναμε στην μεση του δρομου, η κοπελα μου εδωσε ενα φιλι στο μαγουλο.” “την Αντα την ξερω χρονια, ειναι πολυ κλειστος ανθρωπος, και δεν φανταζομουν ποτε, να την εβλεπα ετσι, παντως καλυτερα με σενα παρα με τον μαλακα που εχει.”
“Ωπα το πας μακρυα. Με ξερεις οτι εχω μαλωσει με τον ερωτα, και ακομα δεν τα εχουμε βρει, του κραταω μουτρα, οποτε βγαλε απ το μυαλο σου σεναρια τυπου Αντα-Κωστας, αν ειναι για καμια ξεπέτα το συζηταμε.”
“τι να σου πω, ενηλικοι ησαστε οτι θελετε καντε, αλλα να θυμασαι οτι ειναι δυσκολος ανθρωπος και μιλαω χωρις πλακα τωρα. Και τελικα πιο πολυ με νοιαζεις εσυ παρα εκεινη. Αφου τα λεμε ολα, ξερεις οτι εχει να ερθει να μας δει δεν θυμαμαι κι εγω ποσα χρονια;
θυμασαι που ειπε να μη μαθουν οι αλλοι οτι ηρθε; για να μην την χεσουν. Αστα ρε Κωστή γι'αυτό λένε τους φίλους τους διαλέγεις το σόι ποτέ. Η μάνα της ειναι και γαμώ τα παιδιά. Μιλάμε, βλεπόμαστε, ηρθε οταν ανοίξαμε, ειναι κυρία. Η Αντα από την ωρα που χωρισε για τον μαλάκα τάχει κάνει σκατά. Και στο ξαναλέω, πρόσεχε, εσύ με νοιάζεις πιό πολύ.”
Ημουν ετοιμος να πω την τελευταια κουβεντα οταν χτυοησε το τηλεφωνο. Κοιταω και ...
...Αντα σας καλεί..
“ελα Μητσάκο τώρα ξυπνησες;”
“Ωχ μάλλον σε ακατάλληλη ωρα πήρα”
“οχι ρε δεν ενοχλείς, ειμαι με τα παιδια, τον Ακη και την Λίνα, σε δέκα θα ειμαι σπίτι, να σε πάρω τότε η θα ξαναπέσεις;”
“ααα κατάλαβα ανακρισούλα, ανακρισούλα; παρε οτι ωρα θες, δεν ενοχλείς”
“οκευ, τα λέμε αργότερα”.
Καληνυχτισα τα παιδια και πήρα τον δρομο για το σπιτι μου. Ετοιμασα ατμόσφαιρα ,αναβοντας κεράκια, αιθέρια ελαια, μουσικούλα, χαμηλωμένα φώτα, ξαπλωσα στις μαξιλαρες και πηρα τηλέφωνο την Αντα. Απάντησε αμέσως και πο πρωτες λεξεις σβηνανε απαλα μεσα στην ατμοσφαιρα που ειχε δημιουργησει παλι ο Χατζηγιάννης .Αυτη την φορα δεν αντεξα και την ρωτησα.
“καλα ρε κοριτσι μου αλλη μουσικη δεν ακους; μονο Χατζηγιαννη; τι του βρίσκεις πια;”
“εχεις ακουσει, και οταν λεω ακουσει, εννοω εχεις καταλαβει ποτε τους στιχους του;”
“να σου πω την αληθεια οχι”
“κανε μια προσπαθεια από εδω και περα και μην τραγουδας μονο τα τραγουδια, αλλα βλεπε τα και σαν ποιημα και δως τους την αξια που τους αναλογει. Εσυ τι ακους για πες;”
“ολα τα ειδη αναλογα με το κεφι και την στιγμη, δεν μπορω να ακουω, Πανταζη την ωρα που εχω μια κοπελλα αγκαλια και χαζευω την θαλασσα, αλλα δεν μπορω να ακουω και παβαρότι για να κανω τσακιρ κεφι. Ολα στην ωρα τους, αλλα θα δοκιμασω να κανω αυτο που λες. Τι αλλα νεα;”
“περιμένω την αυριανη μέρα για να παραιτηθω, και πιστεψε με θα το χαρω γιατι οταν δεν εκτιμουν αυτο που προσφερεις, τοτε γινεσαι κακιά. Με πηρε και ο Βασίλης τηλέφωνο να ρωτήσει οριστικά αν θελω η οχι την δουλεια του απαντησα βεβαιως ναι, και γενικα ειμαι σε πολυ καλη διαθεση.”
“ευγε νεα μου, αλλα ο Χατζηγιαννης που κολλαει;”
“τιποτα δεν σου ξεφευγει; ηταν εδω από χτες το βραδυ, και μαλιστα του μιλησα για σένα”
“ωχ”
“οχι μην κανεις ωχ. Παραδόξως αφου με ρωτησε να του πω ποιος εισαι , από που σε ξερω και αλλα τετοια , δεν εδειξε να ενοχλειται. Περιμενα να ζηλεψει, αλλα μπα, δεν μασαει ο μαγκας”
“και γιατι σε ερριξε; γιατι εισαι λιγο down, η κανω λαθος;”
“ξερεις κάτι, τον αγαπαω τοσο πολυ , που ισως τον πνιγω, αλλα ρε γαμωτο δεν βλεπω ανταποκριση, καποια πραγματα που θελω να τα νοιωσω, δεν εχω αξιωθει να τα χαρώ ακομα.”
“με λιγα λογια νομιζεις οτι εχεις κανει τα παντα;”
“νομιζω ναι”
¨ξερεις κατι; οι ανθρωποι ειναι υπευθηνοι για ολα οσα εχουν κανει αλλα και για οσα δεν εχουν κανει. Μην ψαχνεις να βρεις την λυση σε πραγματα που ηδη εχεις κανει, αυτα πανε εγιναν. Ψαξε βαθυτερα στην σχεση σας. Για παραδειγμα αν δυο ανθρωποι παντα συμφωνουν σε ολα τοτε ο ενας δεν αγαπαει, υποκρινεται. Αν συνεχεια διαφωνουν τοτε και οι δυο πρεπει να ψαξουν αλλου τον δρομο τους. Δεν εχεις ψαξει πιστευω οσο πρεπει και με το να κανεις αυτα που θεωρεις αυτονοητα ,και να περιμενεις την ανταποκριση που φανταζεσαι ειναι τουλαχιστον εγωιστικο. Δεν λεω οτι κανεις κατι λαθος επειδη δεν γνωριζω τις ακριβης παραμετρους του προβληματος, αλλα σαν μια πρωτη εκτιμηση, θα σου πω κατι.Ο έρωτας είναι παράξενο ρολόι. Δεν αρκεί να το κουρδίζεις.Πρέπει να σπρώχνεις και τούς δείκτες με το δάχτυλό σου. Εσυ το εχεις καλοκουρδισμενο απ οτι μου λες. Γιατι δεν παει καλα; μηπως παει καλα αλλα εσυ το θελεις να πηγαινει δυο λεπτα μπροστα, η ενα λεπτο πισω; Σ'αυτες τις ερωτησεις να ψαξεις απαντήσεις. Αν επιθυμεις να φτιαξεις το τελειο δρομολογιο που θα οδηγησει αυτη την σχεση εκει που την εχεις φανταστει, πρεπει να βρεις ποιες γεφυρες θα κρατησεις και ποιες θα καψεις, τι αποτελει εμποδιο και τι οχι, να δεις το ποτηρι που σου ελεγα στην πραγματικη του διασταση”.
Ακολουθησε μια μικρη παυση και προς στιγμη νομιζα οτι ειχε πεσει η γραμμη και μιλαγα μονος μου.
“Αντα; εισαι εκει η τα λεω μονος μου;”
Ενας αναστεναγμος ακουστηκε και μια ηρεμη και απαλη φωνη.
“εδω ειμαι παναθεμα με, εδω ειμαι. Να σε ρωτησω κατι; υπάρχει γυναικα που να σου εχει αντισταθει; ετσι οπως μιλας, κανεις τον αλλο και νοιωθει οτι εισαι οντως διπλα του και συμπασχεις, αλλα δινεις και ενα αισθημα αγκαλιας, οτι οι λεξεις περνανε απ το ενα τηλεφωνο στο αλλο και σε αγκαλιαζουν.”
“τι λες ρε μαλάκα, πες μου οτι με ερωτευτηκες να γελάσω” ειπα θελοντας να αποφορτισω λιγο ενα παραξενο κλιμα που ειχε αρχισει να διαμορφωνεται.
“οχι” απαντησε το ιδιο ηρεμα οπως και πριν “αλλα δεν ειναι δυσκολο,πιστεψε με γυναικα ειμαι ξερω, εγω ειμαι κολλημενη αλλα η φωνη σου, τα παραδειγματα και ο τροπος που προσεγγιζεις ειναι κλειδια που ξεκλειδωνουν και ανοιγουν πορτες. Αλλα δεν μου απαντησες παλι, υπαρχει γυναικα που να σου εχει πει οχι;”.
“υπαρχει η Δεσποινα στην τριτη λυκειου, αλλα δεν ειχα τελειοποιησει τοτε την τεχνικη μου” απαντησα γελώντας.
“εχεις αγαπησει ποτε αληθινα;”
“χμμ δεν ξερω, αν αυτο που εχω βιωσει ειναι το αληθινο. Σιγουρα εχω νοιωσει κατι δυνατο πριν από χρονια, αλλα ειμαι βεβαιος οτι το τελειο δεν εχει περασει ακομα από μπροστα μου. Ξεροντας οτι από τα εκατομυρια των γυναικων μονο μια διεκδικει τον τιτλο της αδερφης ψυχης, δεν λεω ποτε οτι εχω νοιωσει τον ιδανικο ερωτα. Δεν ζω ομως στην ψευδαισθηση, και ουτε περιμενω το τελειο και ιδανικο, απλα κοιτωντας πισω, εχω την ευχαριστηση της πληροτητας. Μπορω να πω οτι βιωσα δυνατα αισθηματα, και συναισθηματα. Αυτα και συγνωμη αν σε ζαλισα, αλλα αν δεν με σταματησει καποιος μπορω να μονολογω για ωρες”.
“δεν με ζαλιζεις αντιθετα. Εχω παρα πολυ καιρο να μιλησω ετσι. Θελω να πω οτι μου αρεσει που εχουμε ξεφυγει απ το καθημερινο λεξιλογιο των εκατο λεξεων, και πανω απ ολα μου αρεσει που θετεις προβληματισμους. Και τωρα να σε ξαναρωτησω κατι πεζο, και θελω μια απλη απαντηση. Πως γινεται ρε γαμωτο οι γονεις μας να εχουν καταφερει να ειναι τοσα χρονια μαζι, κι εμεις να εχουμε τοσα και τοσα προβληματα; τι κανουν καλυτερα απ εμας;”
“χμ ωραια ερωτηση και οχι τοσο ευκολη οσο φαινεται. Πρωτον οι απαιτησεις εχουν αλλαξει μαζι με τα αποθεματα υπομονης του μεσου ζευγαριου. Και καταφεραν και εκαναν πραξη την ρηση που λεει οτι ο ερωτας δεν γνωριζει εξαφανιση αλλα μονο μεταμορφωση. Και δεν ειχαν και το μικροβιο της καριερας και της ανεξαρτησιας που εχει μπει εδω και μερικες δεκαετιες στην ζωη μας. Δεν ειμαι φαλλοκρατικό γουρουνι αλλα αποτυπωνω την πραγματικοτητα, που ειναι σκληρη. Δημιουργηθηκαν μοντελα ζωης, που για να τα ακολουθησει μια γυναικα πρεπει να απαρνηθει αυτο που με ρωτησες. Το παλιο παραδοσιακο τροπο ζωης που εκαναν οι γονεις μας, και που μεγαλωσαμε εμεις. Γνωμη μου ειναι , μπορει και να ειναι λαθος, αλλα στον βωμο της παγκοσμιοποιησης, αλλοιωσαμε το dna του ελληνα και της ελληνικης φυλης..”
“τι να πω, δεν λεω οτι εχεις αδικο, αλλα οτι καποια μεγαλη αληθεια κρυβεται σε οσα λες θα συμφωνησω.”
Ενοιωσα οτι επρεπε να αλλαξω θεμα, και ετσι βρηκα το καταλληλότερο για την εποχη.
“απο αδεια τι θα κανεις; να υποθεσω οτι το καλοκαιρι αυτο θα περιοριστεις στα σαββατοκύριακα;”
“ετσι οπως ηρθαν τα πραγματα , μαλλον ετσι που λες θα γινει. Θα προσπαθησω να παρω μια-δυο μερες παραπανω το δεκαπενταυγουστο που γιορταζω , γιατι πεφτει και μεσοβδόμαδα φέτος”.
“γιορταζεις;”
“ναι, εχω δυο ονοματα και το ενα εξ αυτων ειναι Μαρία και αυτο γιορτάζω. Εσυ; διακοπές εχεις κανονίσει; και μια αδιακριτη ερωτηση ακομα. Σχέση δεν εχεις ; δεν σε ακουσει να αναφέρεσαι σε κατι σχετικο, και μου κανει εντυπωση γιατι δεν μου φαινεσαι από τους αντρες που ειναι μονοι τους.”

Γέλασα και την ρώτησα ποσο συντηριτικη ειναι, μολις βεβαιωθηκα οτι δεν προκειται να φαω κραξιμο, κατα το κοινως λεγομενον, πηρα μια βαθια ανασα και αρχισα: “λοιπον , υπαρχει κατι, αλλα οπως θα καταλαβεις δεν ειναι κατι σοβαρο. Την λενε Βούλα και ειναι πολυ καλη κοπελα αλλα δεν μπορουμε να παμε διακοπες μαζι”
“γιατι; δουλευει και δεν παιρνετε μαζι αδεια;”,
“οχι, εχει αδεια αλλα ειναι με τους γονεις της”.
Δεν πτοηθηκε με τιποτα, συνεχισε να ρωταει, αλλα κι εγω να απανταω, σιγα μην κόλωνα.
“ειναι γεροι και τους κανει παρεα; μπραβο το κοριτσι”
εεε, αφου ταθελε, πηρε την απαντηση.
“ οχι μωρε, να ξερεις εκεινη ειναι μικρη και δεν την αφηνουν μονη της”
“ποσο ειναι ρε κωστή; πες μου να γελάσω γιατι κατι μου λεει οτι ειναι εικοσαρα; εικοσιδυο; ποσο;”
“χα, μακαρι να ηταν τοσο, θα σκεφτομουν και τον γαμο. Δεκαοχτω ετων και 9 μηνων.”.
Ενα μακροσυρτο ααα ακουσα και γέλια πολλα.
“καλα ρε δεν ντρεπεσαι, αυτη μπορουσε να ειναι κορη σου. Πω πω κώτσο με εχεις αφήσει αφωνη. Δηλαδη δεν το κατακρινω αλλα πως τα βρισκεται με τοσα χρονια διαφορά;”
“σιγα ρε, μια χαρα τα παμε , δεν ειναι απαιτητικη, δεν ζηταει γαμους, μαγειρευει τελεια, με προσεχει και με φροντιζει. Μια χαρα σου λεω. Αν ηταν και λιγα χρονακια παραπανω θα την εβλεπα πολυ διαφορετικα την σχεση.”
“τι να πω δεν ξερω, σημασια εχει αυτο που ειπες, αν περνατε καλα, ολα τα αλλα προσπερασε τα. Αλλα βρε παιδι μου κοιτα και το μελλον σου λιγακι, ειναι αμαρτια να σκορπας αριστερα και δεξια ασκοπα, ολα αυτα που μπορεις να δωσεις σε μια σωστη και πιο κοντα στην ηλικια σου, σχεση”.
“με τον δικο σου, καθε ποτε βλεπεστε; καθε μερα;”
“ναι, σχεδον,γιατι;”
“αυριο εχω υποσχεθει να παω να δω λιγο τον πατερα μου και ελεγα αφου θα ειμαι Αθήνα να κεράσω καφεδακι”.
“αμέ, μιλάμε αυριο το απογευμα.”
“οκευ κουκλί, θα πρέπει να σε αφήσω τώρα γιατί εχω και σιδέρωμα για αυριο, δεν εχω τι να βάλω.”
“ενταξει κώτσο μου, σε αφήνω. Καλο βραδυ, καλο ξημέρωμα και σ'ευχαριστω πάλι για ολα”
“αι χέσου ρε βλαμένο, μην το ξανακουσω αυτό. Καλο βράδυ”.

Εκλεισα το τηλεφωνο εκανα καποιες απαραιτητες δουλειες και ξαπλωσα με μοναδικο φως , καποια κερακια που εκαναν διαγωνισμο ομορφοτερης φλογας, και το φως μιας πολης που προσπαθει να κοιμηθει. Το μυαλο μου πηγε παλι στην Αντα και γενικοτερα σε οσους φιλους και γνωστους μου ελεγαν οτι αντιμετωπιζαν προβληματα σχεσεων. Ηταν κατι αγνωστο για μενα ειλικρινά.
Ειχα μαθει και εβαζα φιλτρα στο μυαλο μου και στην ζωη μου. Κατι που με χαλαγε και δεν εβλεπα οτι ηταν αναστρεψιμο, το απέρριπτα αμεσως και προχωρουσα μπροστα χωρις να ξανακοιταξω πισω. Δεν ειχε να κανει με την επιστημη μου, ηταν σταση ζωης και μεχρι εκεινη την στιγμη πιστευα οτι τα ειχα καταφερει καλα. Δεν εχουμε συνηδητοποιησει το πιο σημαντικο , το μονο που δεν ανακυκλωνεται ειναι ο χρονος που παει χαμενος. Και οταν προσπαθεις να το εξηγησεις αυτο προσαρμοζομενο στην σχεση, αντιμετωπιζεις εκπληκτες φατσες που μοιαζουν με κτηνοτροφο που του ζητας να ερμηνευσει την θεωρια της σχετικοτητας. Η ριζα του “κακού” κατα την γνωμη μου βρισκεται στην ελλειψη επικοινωνιας. Σταματησαμε να μιλαμε, και εχουμε φτασει στο σημειο να θελουμε. Μονο θελουμε. Θελουμε να μας αγαπανε, θελουμε να μας ακουν, να μας πιστευουν,να μας υπηρετουν, να υλοποιουν τα ονειρα μας και ολα αυτα με πληρη απουσια της επικοινωνίας. Και μετα ψαχνουμε λογους, αιτιες και αφορμες. Το να ασχολεισαι με τα ελλατωματα του συντροφου σου ειναι το μονο ευκολο, μπορεις να βρεις απειρα. Το δυσκολο ειναι να βρεις το καλο που θα το αναδειξεις ,και που με την σειρα του θα εξαλειψει πολλα από αυτα που σε στεναχωρουν. Ξεχναμε τις πιο πολλες φορες τι λατρεψαμε σε εναν ανθρωπο , που μας εκανε να ξεκινησουμε σχεση μαζι του. Αποριπτουμε την αληθεια γιατι τις πιο πολλες φορες η μορφη της ειναι αποκρουστικη, σε σχεση με τις επιθυμιες μας και τον συντροφο μας. Θυμήθηκα αυτό που είχα πει στην Αντα, δεν φτανει το καλο κουρδισμα, πρεπει να μαθουμε να σπρωχνουμε και τους δεικτες του ρολογιου. Ψαχνουμε ολοι να βρουμε το σωστο ατομο αγνοωντας οτι πρεπει να ημαστε και εμεις σωστοι; η το θεωρούμε αυτονόητο; Συνηθως εχουμε την ταση να κρινουμε τον εαυτο μας από τις καλες διαθεσεις του, και τους αλλους από τις κακες τους πράξεις. Οι παρωπίδες προσφερουν ασφαλη και εγγυημενο προορισμο, αλλα μονο εναν, και οχι απαραιτητα τον σωστο. Και πρεπει να μαθουμε να τις πεταμε οταν αρχιζουμε να κρινουμε ,ποσο μαλλον οταν προκειται για ανθρωπους που αγαπαμε η καποτε αγαπησαμε.

Οι φλογες απ τα κερακια ειχαν αρχισει να τρεμοσβηνουν. Εβαλα και δευτερο μαξιλαρι κατω από το κεφαλι μου και χαζευα τις διαφορες αντανακλασεις πανω στην θαλασσα. Εγειρα λιγο προς τα δεξια και κοιταξα που ηταν το φεγγαρι. Δεν το βρηκα, βαρεθηκα να το ψαξω πιο πολυ ,και εκει αρχισα να βυθιζομαι σε ενα πολυ γλυκο και ηρεμο υπνο.




“καλημερούδια, Βαγγελάκη να περιμένω η θα τον φέρεις;”
“πηγαινε στο γραφειο σου κυριε διευθηντα και στον φερνω σε λιγο, μη χεσω, ολοι διευθηντες εχετε γινει εδω μεσα”
“Βαγγελάκη κοιταξε να αλλαξεις ομαδα αγορινα μου, να δεις λιγο χαρα γιατι χαλια ειναι τα νευρα σου, χαλια.”
“ναι ρε η ομαδα φταιει. Εκανες διαγνωση.”
“βαζελάκοοοοο και παλι δικο μας θα ειναι φιλακια” Ειχα την τυχη να δουλευω σε εναν απ τους μεγαλυτερους ομιλους στον τομεα της ιχθυοκαλλιεργειας. Ειχα θεση εμπορικου διευθυντη στην τεχνικη εταιρεια του ομιλου. Ημασταν μια μικρη ευελικτη ομαδα υπο την εμπνευσμενη καθοδήγηση ενος γενικου διευθυντη του Γιώργου που ηταν περιπου δεκαπεντε χρονια στην υπηρεσια του ομίλου. Τα υπολοιπα φανταστικα και ακρως δημιουργηκα μελη ηταν ο Νικος , ο τεχνικος διευθυντης και η Νινετα που ηταν η ψυχη ολων οσων γινοταν εκει μεσα, που εξελιχθηκε σε πολυ καλη φιλη και προσωπικη θησαυροφυλακας των πολυτιμων μυστικων μου. Απ την πρωτη στιγμη που πατησα εκει το ποδι μου εδωσα και το προσωπικο μου στιγμα. Ο ομιλος ηταν πρασινοκρατουμενος ποδοσφαιρικα. Για ενα ορκισμενο ολυμπιακο σαν εμενα ηταν θεμα τιμης, να ζητησω τουλαχιστον κοκκινη καρεκλα, πραγμα που εγινε αποδεκτο.
Προσπαθησα να δωσω εναν αερα αλλιωτικο, προσωπικο, με πολυ εντονο το στοιχειο του χιουμορ, που πιστευα από μια πρωτη εκτιμηση οτι ελλειπε.

Ειχε περασει ενας χρονος και κατι μερες από την προσληψη μου, και ολα πηγαιναν ρολοι. Η εταιρεια πηγαινε καλυτερα, ο ολυμπιακος ειχε παρει ακομα ενα πρωταθλημα, ειχαμε ερθει πολυ κοντα με την Νινέτα, σε σημειο που ηξερε με ποια τα εχω, ποτε θα την δω, που θα παμε, και αλλα πολλα. Η απορια των αλλων συναδελφων ηταν πως ειχα αντεξει τοσο πολυ καιρο με τον Γιωργο, που ομολογουμενως ηταν δυσκολος χαρακτηρας. Και εκει ηταν που ανακαλυψα οτι πρωτη φορα τοσοι πολλοι εκαναν τοσο μεγαλο λαθος για εναν ανθρωπο.
Ηταν ενας ανθρωπος που ειχε πολυ ανοικτο μυαλο και αισθηση του χιουμορ, που το ειχε εγκλωβισει ομως, στην αυστηρη εικονα του καθως πρεπει τεχνοκρατη διευθυντη.
Σε μια απ τις πρωτες συναντησεις στελεχων αποκαλεσα τον προεδρο, αφεντικο και πηγε να μου παθει εγκεφαλικο. Οταν με τον καιρο διαπιστωσε οτι ο προεδρος πιο πολλες φορες περναγε και καθονταν στο γραφειο μας, από οτι στα αλλα, απελευθερωσε τον Γιώργο που ολοι εψαχναν, και δεν τον ειχαν βρει ποτέ.
Το μονο μας προβλημα ηταν το τσιγαρο. Αλλα και εκει βρηκαμε την λυση. Μου εφτιαξε ξεχωριστο γραφειο μακρυα του, να μην τον ενοχλει ο καπνος. Για ολα τελικα υπαρχει απάντηση.

“καλημέρα γυναίκες, τι κάνουν τα κοριτσια σήμερα; ολα καλά;”
Η Νινέτα απολαμβανε το πρωινο καφεδάκι της παρέα με αλλες δύο κοπέλες συναδέλφους απ το γραφείο προσωπικού.
“καλως τον αντρα, τι κεφάκια ειναι αυτα; περάσαμε καλά φαίνεται το σαββατοκύριακο.”

“Μιά χαρά περάσαμε” και της εκανα νοημα να τελειώνει με τις αλλες για να τα πούμε μόνοι μας. Το κατάλαβε αμέσως και σε λιγότερο από δύο λεπτά ειχε κάτσει δίπλα μου και κοιτώντας το ρολοι της μου είπε ολο νόημα.
“εχουμε ενα τέταρτο μέχρι να ερθει το αφεντικό. Πες τα ολα στην θεία νινέτα, ανοιξε την καρδια σου , τι σε βασανιζει παλληκαρι μου;”
“λοιπον γνωρισα μια κοπελλια...”
“εεεελα , με διεκοψε, τι πρωτοτυπία; μη μου πεις την συνεχεια, την πηγες στο τζαμπο να της ψωνισεις σχολικα, και μετα στα goody's για πατατες και χαρμπουργκερ”.
“εισαι ηλιθια, αν σου πω θα πεσεις ξερη. Πρωτα απ'ολα ειναι κοντα στα τριαντα. Ειναι κοντή και ξανθιά, για πες τωρα.”.
Απολαυσα μια μικρη στιγμη προσωπικου θριαμβου, απ την εκπληξη που της δημιουργησαν ολα αυτα που της ειπα.
“δεν σε πιστευω, εσυ ο Κώτσος ο πιπινοζουληχτρας με τριαντάρα; Χριστούλη μου δεν εχω και φόρεμα. Αχ πρέπει να ραφτώ”.
“τι λες μωρή νεραιδοπαρμένη, τι φορεμα μου τσαμπουνάς;”.
“αφου σε βλεπω για γάμο σούμπιτο, αχου τι παθαμε καλοκαιριάτικα!! λοιπον ωραια η εισαγωγη προχωρα στις λεπτομέρειες, μη με σκασεις, απλα πραγματακια, ξερεις εσυ τωρα. Πως την λενε, πως την γνωρισες, που την γνωρισες , κουμπαρο εχεις,α ξεχασα ο Μήτσος, χωράω κι εγω;.”
¨ωπα μάστορα βιάζεσαι, αλλα θα μεινεις με την αγωνια γιατι κοιτα ποιος ηρθε”
“οχι ρε πουστη μου, ολο ακαταλληλες ωρες ερχεται ειπε ψιθυριζοντας και με ενα χαμογελο σηκωθηκε να παει προς το γραφειο της καλημεριζοντας ταυτοχρονα τον Γιωργο.”
“καλημέρα καμάρια μου, τι κάνετε, Κώτσο ρούχα εχεις σιδερωμένα;”
¨γιατί;”
“νινέτα παρε κορίτσι μου και κλείσε του κυρίου εισιτήρια για Ιταλία, εσυ πάρε τον καφέ σου κι ελα να σου φτιάξω την μέρα.”
πηρα την κουπα μου το ημερολογιο μου και τραγουδωντας το γνωστο ιταλικο τραγουδι της δεκαετιας του εξηντα, το a caza di irene, μπηκα στο γραφειο του γελωντας.
“αφεντικουλη, θα παω ιταλία; τι ωραιο δωρο ειναι αυτο;”
“χα νομίζεις γαβρακο, αν ηξερες τι προγραμμα σου εχω φτιαξει. Κατσε και γραφε. Φευγεις αυριο Ιταλία και γυρνας μολις τελειωσεις, λογικα δυο μερες θα σου φτασουν. Την αλλη δευτερα φευγουμε μαζι για μια βδομαδα Ισπανια, και αρχές Αυγούστου παμε νορβηγια στην εκθεση νέων τεχνολογίων.”
ομολογω οτι ψιλοχλωμιασα. Καλοκαιράκι και εγω θα γυρναω εκτος Ελλαδος; εφιάλτης στον δρομο με τον Γιώργο.
“και καλα ιταλία εντάξει. Το αλλο Ισπανία μαζι πως θα γίνει; δεν θα επιβιωσουμε στο λέω. Θα τσακωθουμε.”
“γιατί ρε θα τσακωθούμε; πας καλά;”
“μεσα στο αυτοκινητο μαζι και δεν θα μπορω να καπνίσω; δεν γίνεται, δεν εχω μαθει να καταπιεζομαι και το ξερεις.”
“θα βρουμε την λυση και το ξερεις, σου δινω απ τωρα τον λογο μου οτι οποτε θες, θα σταματαμε για τσιγαρο. Δεν εχουμε ιδιαιτερη πιεση, αλλα πολλα χιλιομετρα, κι αν ειμαστε και τυχεροι θα δουμε και Μπαρτσελώνα αν παιζει εντος εδρας, γιατι θα κατσουμε και σαββατοκύριακο.”
“αρχιζει και μου αρεσει η ιδεα, μόνο που σου διαφευγει κατι, αφεντικουλη. Η αδεια μου;”
“χα το ελυσα κι αυτο, θα παρεις αδεια από δεκα μεχρι τελος Αυγούστου. Ειδες ρε κι εχεις και παραπονο, σου εχω λυσει ολα σου τα προβληματα. Αντε τωρα Κώτσο μου κανονισε τα εισιτηρια σου Ρώμη, Πίζα πας για να ξερεις , και γυρω στις δωδεκα θα τα ξαναπουμε να σου ετοιμασω και τις λεπτομερειες του ταξιδιου σου και για να σε ενημερωσω. Για να ξερεις ηταν να παω εγω αλλα εισαι προσωπικη επιλογη του προεδρου, ισως θελει να σε τεσταρει και με πελατες εξωτερικου. Σου εχω απολυτη εμπιστοσυνη γι αυτο και δεχτηκα. Δεν σου λεω καλη επιτυχια γιατι ειναι σιγουρη.”

Αφου τον ευχαριστησα για την εμπιστοσυνη εκατσα στο γραφειο μου και αναψα τσιγαρο και αυτοματα το μυαλο μου πηγε στην Αντα. Της εστειλα ενα μηνυμα και της εδωσα το τηλεφωνο του γραφειου, από συνηθεια ομως της εστειλα το νουμερο της γραμματειας, δηλαδη της νινέτας και οχι το απ ευθειας το δικο μου.
Κατοπιν πηρα τον Μήτσο μου στο εσωτερικο και του ειπα τα νεα για τα ταξιδια που προεκυψαν ξαφνικα και δευτεριάτικα. Κλείσαμε ραντεβού να φάμε μαζί γύρω στις δύο και τερματισαμε την συνομιλια. Αφοσιωμένος σε καποιες βασεις δεδομενων δεν ειδα το φακελακι του mail που αναβοσβηνε κατω δεξια στην οθονη του υπολογιστή μου. Αλλα ειδα την νινετα μπροστα μου με υφος θιγμενης κορασιδος.
“τα mail δεν τα κοιταμε;”
“ωχ, δεν το ειδα ρε κοπελλια, τι ειναι;”
“για δες”
ηταν από την ιδια. Το ανοιξα και αρχισα να γελάω. Ηταν μονο δυο λεξεις και ενα ερωτηματικο.
“το κάνατε;”
“μην γελας ρεμάλι. Απάντησε”
“βρε χαζό σου ειπα οτι την γνώρισα, βγηκαμε εξω για φαι, μετα για καφέ σπιτι μου κι εφυγε”
“θες να μου πεις οτι εκατσε στις μαξιλαρες και στην μπαλκοναρα και δεν της ριχτηκες; καλα για ηλιθια με εχεις;”
“στο λογο της τιμης μου δεν την ακουμπησα, ακόμα, οχι οτι δεν το εχω στοχο, αλλα ειναι κολλημενη με καποιον και δεν θεωρησα το εδαφος προσφορο αυτη την στιγμη.”
“εμένα ομως γιατι μου φανηκε οτι ειναι το εδαφος ετοιμο και περιμένει οργωμα;”
“από που το καταλαβες δεν μου λες κι εμένα;”
“σε πηρε και σε ζητησε, με ποθο και παθος”
“πότε, καλα ρε βλαμενο εισαι, και τι της ειπες”
“καλημέρα, με τον κύριο κώστα μπορω να μιλήσω; οταν την ρωτησα ποιος τον ζητάει, μου ειπε η Αντα, και οταν την ξαναρωτησα για τον σκοπο του τηλεφωνηματος μου ειπε αυστηρα προσωπικος. Της ειπα οτι εισαι σε συναντηση και μου εδωσε αυτο το νουμερο να την παρεις οταν τελειωσεις, καταλαβες τζουτζουκο, εμενα δεν θα μου κρυβεις τιποτα, γιατι θα τα μαθαινω ολα.” ειπε, και μου εδωσε ενα χαρτακι με ενα νουμερο.
Εκανε να φυγει αλλα σταματησε και εκανε ενα τελευταιο, για την ωρα, σχολιο.
“παντως εχει παθιαρικη φωνη, την φανταζομαι να σου λεει, αχ αχ κωστα μου λοιωνω” ,αρπαξα ενα σταχτοδοχειο κι εκανα οτι θα το πεταγα. “αντε ρε φωσκολε , νούμερο ε νούμερο”
εσκυψε γελώντας και ετρεξε να κρυφτει.
Η υπολοιπη μερα κυλησε πολυ ευχαριστα με τον Μήτσο να εχει διαδωσει οτι κερδισαμε από τεσσερα χιλιαρικα στο καζινο και ολοι να ζητανε κερασμα, μια πολυωρη ενημέρωση για το ταξιδι που εδειξε ενα πολυ κουραστικο και γεματο προγραμμα στην Ιταλία, και μια επικοινωνια με την Αντα που μου δήλωσε οτι εδωσε παραιτηση για το τελος της εβδομαδας και ηταν σε πολυ ανεβασμενη διαθεση. Καποια στιγμη το απογευμα θυμηθηκα και την υποσχεση που ειχα δωσει στον πατερα μου και ετσι επειτα από 2 ώρες μποτιλιαρίσματος, 60 φανάρια, 23 πλυσίματα τζαμιών από περαστικούς σαμουράϊ-τζαμοκαθαριστές (αυτούς που σου έχουν λερώσει το τζάμι πριν προλάβεις να πεις «δεν θέλω») 20 αρνήσεις για αγορά μπρελόκ, αλλες τοσες για μπανανες και λουλουδια εφτασα τελικα στον προορισμο μου, στο πατρικό μου. Εκει για αλλη μια φορα διαπιστωσα οτι το πολυδιαφημισμενο χασμα των γενεων δεν λεει να κλεισει. Το αντιστροφο ομως συμβαινει με τα μυαλα. Αυτα κλεινουν με το παραμικρο. Και ολα τα παραπανω σχολια δεν αφορουν κανεναν αλλο παρα τον πατερα μου.
Αν καθε συναντηση μας ηταν και σκηνη από θεατρικο θα το ειχα παει περιοδεια. Χρονια τωρα μεγαλη επιτυχια. Και οι διαλογοι παντα οι ιδιοι, διαχρονικοι.
Μολις τον φιλαω για παραδειγμα.
“ναι, ναι το φιλι του Ιουδα, καλα ρε δεν ντρεπεσαι;”
“γιατι ρε μπαμπα;”
“ποσο καιρο εχεις να ερθεις, θα πεθανω και δεν θα το μαθεις”
“αν πεθανεις δηλαδη, αυτο σε νοιαζει; αν θα το μαθω;”
“δεν θα σου κανω ομως την χαρη, θα αργησω να πεθανω, κερατα ετσι να μαθεις, κανένα γλυκο δεν εφερες,παλι με αδεια χερια σε βλεπω.”
“αμαν ρε μπαμπα, εφερα ψαρια θες; τσιπουριτσες ωραιες και παχιες”
“αλανιαρες;”
“ολες μια προς μια, τις μαζευα απ τα μπαρακια ολο το βραδυ, αλανιαρες δεν λες τιποτα”
“καλα , φερτες να τις βαλω ψυγειο, εσυ πως πας; κανενα εγγονι θα δω από σένα; η αδερφη σου το εκανε το καθηκον της, εσυ;”
“ε το πολεμαω, ψαχνω”
“που ψαχνεις ; κανονισε να σε ξανατσιμπησω με καμια πιτσιρικα οπως , πως την ελεγαν μωρε αυτη που σας ειχα κανει τσακωτους;”
“αν σου πω οτι δεν θυμαμαι τι θα πεις;”
“τι να σου πω; δεν εχω λογια, μενω αφωνος”
“κι εγω μενω αναβυσσο, και πρεπει να ερθεις για λιγες μερες να κανεις κανενα μπανακι”.
Το περιστατικο που θυμηθηκε ηταν οταν ερχομενος ξφνικα και απροειδοποιητα ενα απογευμα στο παλιο μου σπιτι, βρεθηκε φατσα με φατσα , με ενα πιπινι οχι πανω από εικοσι χρονων.
Αφου ξεπερασε το πρωτο σοκ με πλησιασε και θυμαμαι ακομα τα λογια του.
“δεν ξερω πως τα καταφερνεις και τι σου βρισκουν αλλα θελω να μου δωσεις τον λογο σου οτι δεν θα την ξαναδεις”.
Και μετα από αυτη την συναντηση ακολουθησε μια εβδομαδα γεματη από “ξαφνικες” επισκεψεις του μπαρμπα-Χρήστου για να διαπιστωσει την τηρηση της εντολης.
“δεν στο ειπα με την μουρμουρα σου, αυριο φευγω ιταλία”
“για δουλειά;”
“οχι μωρε, εβγαλε καινουργια κολλεξιον ο Αρμάνι και παω να την δω, βέβαια για δουλεια ρε πατέρα”
“και ποτε πετάς, ποτε γυρνας;”
“αναχωρηση αυριο στις δυο το μεσημερι και επιστροφη παρασκευη εντεκα το πρωϊ”
“μονος σου θα πας η με παρεα;”
“μονος μου, την αλλη εβδομαδα θα παω με τον γενικο διευθηντη Ισπανία και μετα Νορβηγία”.
“πω πω και δεν μου λες βρε Κωστή μου κατι; ετσι για να ξερω κι εγω , να περιμενω εγγονακι; εχεις σκοπο να ξαναφτιαξεις την ζωη σου, γιατι με τους ρυθμους που πας δεν το βλεπω αγορι μου, και στεναχωριεμαι.”.
Το κινητό αρχισε να χτυπαει για να με σωσει από μια στεναχωρη κουβεντα, ηταν η Αντα.
“που 'σαι ρε κοριτσαρε;”
ο πατερας μου σηκωθηκε απ την καρεκλα μονολογωντας “τι σου λεω για εγγονακι, οταν εχεις το νου σου μονο στο μουνάκι, ααααχχχ θα με σκάσεις εσυ.”
“καλα είμαι κώτσο ,εσυ τα νέα σου; εισαι ακομα Αθήνα;”
“ναι εδω στο μπαμπα ειμαι και προσπαθει να με παντρεψει, εσυ;,ολα εντάξει;”
“μια χαρα, καλυτερα δεν το φανταζομουν, να σου πω, εισαι μακρια; να κερασω καφεδακι; εχεις ορεξη;”
Δώσαμε ραντεβου στην Γλυφάδα σε μια ωρα και ετσι αναγκαστηκα να απαντησω στις υπολοιπες ερωτησεις του μπαμπα.

“με ποια μιλαγες;εχει τελειωσει το λυκειο;”
“ρε μπαμπα πατε να μου βγαλετε το ονομα και δεν φταιω”
“αχ τον κακομοιρη τον αδικησαμε, λεγε ρε μπαγασα με ποια μιλαγες;”
'δεν την ξερεις ,καινουργια ειναι, ολοφρεσκη με τα λαδια ακομα”
γελασε με την ψυχη του αλλα συνεχισε απτοητος, “ενα μονο θα μου πεις και μετα θα σε αφησω ησυχο, αλλα μπεσα ετσι; αληθεια θα μου πεις.”
“λεγε”
“ποσο χρονων ειναι”
κοντα στα τριαντα, εικοσιεννια,τριαντα καπου εκει”
“μπραβο αγορίνα μου, κοιταξε να ειναι καλο κοριτσι και εγω εδω ειμαι, οτι χρειαστεις.”
Αποχαιρετησα τον πατερα μου και εφτασα ευτυχως πεντε λεπτα πριν το ραντεβου αφου παρκαρισα καπου μεταξυ καδου και πεζοδρομιου.
Ειχε φτασει πριν από μενα και καθοταν σε ενα γωνιακο τραπεζακι παιζοντας με το κινητο της.
Δεν με προσεξε αμεσως και περιεργαστηκα για καποια δευτερολεπτα την εικονα που εβλεπα.
“εχει γουστο..μπα οχι” ρωτησα και απαντησα μονος μου αν ειχα αρχισει να νοιωθω κατι παραπανω από το συναίσθημα ενος στοιχηματος.

“που εισαι κοπελιά;”
“βρε καλως τον Κώτσο” με αγκαλιασε με φιλησε και κατσαμε να τα πουμε.
“ να σε ρωτησω κατι;” της ειπα
¨οτι θες”
¨αν μπορουσες να πας ταξιδι σε μια πολη στο εξωτερικο αυριο που θα ηθελες να πας;”
“γιατι προσφερεσαι να μου κανεις τα εισιτηρια;”
“λεγε ρε βλαμενο”
“εχω ακουσει πολλα και θα ηθελα να παω Βενετία”
“χμ παω λιγο πιο κατω ερχεσαι;”
“που πας καλε μου, ποτε;”
“αυριο το πρωι πεταω για Ρώμη και Πιζα, για δουλεια “
“αχ τι τυχερος που εισαι, μακαρι να μπορουσα να ερθω κι εγω, αλλα δεν γινεται, πρωτον τι θα πω στο προσωπο, και δευτερον η δουλεια, τι θα μου φερεις;”
“οτι κανεις κεφι, απλα πες το και θα ερθει”
“καλα θα σκεφτω και θα σου στειλω μηνυμα.”
“και μετα παω Ισπανια και μετα Νορβηγία αυτα μεχρι 10 Αυγούστου, γιατι μετα θα καααααθομαι μεχρι αρχες Σεπτεβρη. Ειπες τιποτα; κολοδουλεια ρε γαμώτο, βλεπεις τι τραβαω;” ειπα και πηρα ενα υφος του στυλ τραβατε με κι ας κλαιω.
“τι να σου πω, παιζεις με τα νευρα μας μου φαινεται,” εκανε μια παυση ,πηρε μια βαθια ανάσα και συνεχισε. “Κώτσο εκανα το χαρτι που μου ειπες αλλα το πεταξα”
“το χαρτι που σου ειχα πει να γραψεις τα καλα και τα κακα του;”
“ναι”
“και γιατι το πεταξες παρακαλω;”
Τα ματια της αμεσως βουρκωσαν και με κοιταγε λες και ετοιμαζοταν να μου πει το μεγαλυτερο κακο, σαν να με προετοιμαζε καπως.
“γιατι βρηκα πολυ λιγα καλα, αλλα τον αγαπω τον μαλακα, δεν μπορω να διανοηθώ την ζωη μου χωρις αυτον”
“και γι'αυτο κλαις; καλα χαζο εισαι; τι θα γινει με σενα;”
Με κοίταξε με ενα μορφασμο ρουφώντας την μυτη της, “ειμαι κλαψιαρα εντάξει;”
Δεν μπορεσα να συγκρατησω τα γελια μου,”ας το διαλο ρε και καθομαι και σκαω, για χαστουκια εισαι το ξερεις; για κατσε να στα πω ενα χερακι να τα βαλουμε στην θεση τους γιατι πολυ αξια τους δωσαμε μου φαινεται, και για να εχουμε καλο ρώτημα καφε δεν σερβίρει το μαγαζι; που ειναι αυτος ο σερβιτόρος;”
“αν κοιταξεις πισω σου θα τον δεις, παραγγειλα και για σενα λιγο πριν ερθεις,μουρμουρη”
Ανάψαμε τα τσιγαρακια μας και αφου ρουφηξαμε τις πρωτες γουλιες καφε, πηρα τον λογο.
“κοριτσαρε ο ανθρωπος ειναι παραξενο πλασμα. Μπορει να τα βρει με ολους τους αλλους γυρω του αλλα οχι με το εαυτο του. Θελω να σταθω στο τελευταιο που ειπες, οτι δεν μπορεις να διανοηθεις την ζωη σου χωρις αυτον, δεν καταλαβα ταμένη σε εχουν και δεν μπορεις να αλλάξεις γκόμενο; ο Χατζηγιάννης τι λέει επι του θέματος;”
παραλίγο να πνιγει με το καλαμακι απ τα γέλια.
“κατάλαβες γιατι μου αρέσει να μιλάμε; ηλίθιο λερωσα και την μπλουζα μου να ειδοποιαεις οταν προκειται να πεταξεις κατι τετοιο ξανα. Και τα λες με τοσο σοβαρο υφος που δεν τα περιμενω.”
“οχι το ρωτησα γιατι τον ακους συνεχεια, μηπως εχει κατι να προτεινει”.
“πειραζει που ακουω Χατζηγιάννη;”
“οχι βεβαια αρκει να μην βαζεις τον εαυτο σου, στην θεση του ηρωα του καθε τραγουδιου και καθεσαι και κλαις μονη σου. Μην δημιουργεις ψευτικους κοσμους. Ζησε στους αληθινους που σε περιτριγυρίζουν. Φτανουν αυτοι να σε παιδεψουν μην εχεις κι αλλους . Στην δουλεια δεν στην πεφτει κανεις;”
“ου αμε”
“να υποθέσω οτι αυτοι ακουνε Πανταζή; Μεινε μαζι μου εγκυος ειμαι πολυ φερέγγυος;”
Αυτη την φορα οντως το καλαμακι πεταχτηκε απ τον βηχα. “εε δεν υποφερεσαι με τιποτα”
¨εχεις κοιταχτει κοπελα μου στον καθρεπτη, να δεις τι εισαι, ποια εισαι και να αρχισεις να διεκδικεις επιτελους αυτα που αξιζουν στην Αντα; Η στωικοτητα δεν πρεπει να ειναι αυτο που σε χαρακτηριζει. Εισαι κουκλα, εισαι εξυπνη, εισαι αυτονομη,εχεις χιουμορ τι αλλο θελει καποιος για να αισθανεται περηφανος να περπαταει διπλα σου στον δρομο;”
“πριν συνεχίσεις να ρωτησω κατι;”
“ναι”
“στωικοτητα τι ειναι;” ειπε και επνιξε το γελιο της.
Γυρισα το κεφαλι μου προς το ταβάνι, υποκρινομενος διαλογο με τον Θεό.
“γιατι ρε μεγάλε με εκδικεισαι με αυτον τον τροπο; επειδη πηγα με πεντε εξι μικρουλες; Ελεος!”
Της εξηγησα την εννοια της λεξεως εν μεσω γελιων και κοροιδευτηκων μορφασμων και συνεχισα απτοητος.. “καθεσαι και κανεις μονη σου σεναρια χωρις να τον θετεις προ των ευθυνων του. Δηλαδη ο μαγκας ερχεται οποτε θελει, κοιμαται, τρωει, πηδαει, και φευγει, και συ μετα ανοιγεις ψιλοκουβεντουλα με τον Χατζηγιάννη και τον Τζώννυ που περπαταέι. Τι να σου πω τελεια σχεση. Και μετα μου λες οτι δεν ξερεις τι ειναι στωικοτητα. Ταχω παρει τωρα.”
Με κοιταξε με γουρλωμενα ματια και εσκυψε να μου δωσει ενα φιλι στο μαγουλο.
“ξερεις ποσο χαιρομαι που επιτελους εχω εναν ανθρωπο να μιλαω;”
“οχι να μιλας, λαθος ρημα, να τον νευριαζεις, γιατι αυτος ο ανθρωπος που μπορει σαν τριτος και βλεπει ξεκαθαρα , αυτα που δεν μπορεις εσυ, τσαντιζεται.”
“μην νευριαζεις μωρε κώτσο μου ,και σου εχω φέρει και δωράκια”
“δωράκια; τι δωράκια”
Εβγαλε απ την τσαντα της ενα κουτι, που ειχε μεσα ενα υπεροχο και με εντονο αρωμα κερι.
“Αυτο ειναι για το σπιτι σου ενα μικρο ευχαριστω για την δουλεια, και αυτο, ειπε και εβγαλε μια μικρη σακουλιτσα, ειναι απ την Αντα για τον Κώτσο.”
το ανοιξα και ειχε μεσα ενα cd, ποιανου αλλου; του Χατζηγιάννη βέβαια.
“δεν παλευεται κοριτσι μου, ανίατη περίπτωση λεμε, αλλα σε ευχαριστω πολυ.”
Η κουβεντούλα μας συνεχιστηκε αρκετη ωρα ακομα μεχρι που αρχισαν τα τηλεφωνα.
“ ωχ ο Ακης, να του πω οτι ειμαστε μαζι; σε πειραζει;”
¨οχι δωσε και χαιρετισμους”
“ελα αδερφε;”
“που εισαι ρε δεκα η ωρα , που γυρνας παλι;”
“γλυφαδα με την Αντα και πινουμε καφεδακι, εχεις χαιρετισμους”
“χεστηκα, πες της , αυτο θα γινεται τωρα θα σε ψαχνουμε Αθήνα; Λίνα τσουτσουνιζει το λαμογιο με την Αντα και συ ρωτας αν εχει φάει. Τι ωρα θαρθεις ρε;”
“σε λιγο φευγουμε σε μια ωριτσα πιστευω να ειμαι εκει. Α δεν σου ειπα”
“τι; εχουμε κι αλλα;”
“φευγω αυριο Ιταλια για δουλεια μεχρι την παρασκευη”
“να πας να πηδηχτεις”ειπε και μου εκλεισε το τηλεφωνο στα μουτρα.


Ο δρομος της επιστροφης εμοιαζε αποδραση προς το ονειρο , αν εισαι ρομαντικος τυπος. Μολις αφησα την Βάρκιζα επιασα δεξια και με μειωμενη ταχυτητα απολαμβανα το παραμικρο μετρο της διαδρομης των τριάντα χιλιομέτρων. Η θαλασσα ηταν σαν γυαλι που αντανακλουσαν τα παντα πανω του. Το ραδιο επαιζε ενα αφιερωμα στην σαλζα και μου ηρθαν εικονες από τα περασμενα Χριστούγεννα που ειχαμε παει διακοπές με τον Μητσάρα στην Κούβα.
Τοτε που την ημέρα κοιμομασταν και μολις επεφτε ο ηλιος οργωναμε την λεωφορο Μαλεκόν. Το μπαλκονι της Αβάνας οπως το αποκαλουν οι ντόπιοι. Τα πουρα partagas και το Havana club το περιφημο ρουμι της Κούβας, και τα δυο σε μεγάλες ποσότητες αποτελουσαν καθημερινη πρακτικη. Τα υπέροχα ολονυκτια παρτυ κοντα στο καστρο, στο περιφημο El Moro, η φανταστικη ατμοσφαιρα στο TROPICANA, στο Casa de la musica, η στο μοναδικο Cafe Avana εκει που ο Χεμινγουεϊ επινε καθημερινα το Ντακουϊρι του, ολα αυτα αρχισαν να στροβιλιζουν μπροστα μου και σε συναρτηση με το ονειρικο σκηνικο που ειχε στηθει στην δεξια πλευρα της διαδρομης ,την πλευρα της θαλασσας, μου γεννησαν τασεις φυγης και διακοπων. Το ταξιδι στην Ιταλια ξαφνικα πηρε χαρακτηρα αναψυχης και αποδρασης .

Ο Ακης με περιμενε ελαφρως τσαντισμενος “καλα ρε ετσι κανει ο κοσμος;”
“τι επαθες αγορίνα μου;”
“βρηκαμε γκομενα και γραφουμε τους φιλους εκει που δεν πιανει η μελάνη;”
“ παιξτο και ζηλιαρης τωρα, μονο αυτο μας ελλειπε. Ρε συ πηγα απ τον πατερα μου και με πηρε η κοπελιτσα να πιουμε ενα καφεδακι.”
“ενα τηλεφωνο δεν μπορουσες να κανεις; ανησυχησαμε ρε κώτσο”
“μην το ακους, τον ετρωγε η περιεργεια, θα σου πω εγω την αληθεια, πηρε τηλεφωνο η μαμα της Αντας να μας ευχαριστησει για την δουλεια και του ειπε οτι θα βγειτε για καφέ. Ε, από εκεινη την ωρα ειχε σκουληκια στον πισινο του, δεν καθονταν ησυχος.” ειπε η Λίνα που βγηκε απ την κουζινα με μια υπεροχη μπριζολα και μια παγωμενη μπυριτσα.
“ρε συ αν το φοβασαι να πληρωσεις το στοιχημα πες το να το ακυρωσουμε. Οχι δηθεν ανησυχησα και τετεοιες βλακειες. Να πεις σαν αντρας Κώτσο, εχασα.”
“πιες την μπυρα σου και λεγε τι Ιταλιες μου ελεγες , και ασε τα στοιχηματα , εγω δεν φοβαμαι τιποτα, ειπα οτι αν χασω θα πληρωσω και θα πληρωσω, καραγκιοζακο.”
“οκευ, τωρα πες μου τι θες από Ιταλία;”
“τι εχει, φερε οτι θες”
“να πω εγω;” πεταχτηκε η Λινα.
“οχι να μην πεις, εαν δεν μπορω να κανω εκπληξη σε μια γυναικα, εστω κι αν αυτη ειναι του καλυτερου μου φίλου, τοτε ειμαι αχρηστος”
“ωπα ρε μαστορα, συνεχισε απτοητος ο Ακης, αν ξερεις τι θελεις η γυναικα μου εγω τι κάνω εδω; αλλα πως τα καταφερες λιγο απ εδω λιγο απ εκει την πηγες την κουβεντα εκει που ηθελες. Τι εγινε με την Αντα τελικα σήμερα; θα ομολογησεις αυτοβουλως η θα εχουμε ανακριση;”
“καφεδάκι ειπαμε και τιποτα παραπανω, α μου εκανε και δυο δωρακια, ενα κερι και ενα cd. Λοιπον εγω παω να φτιαξω βαλιτσουλα και σας περιμενω μολις τελειωσετε”

Το τηλεφωνο χτύπησε στις δεκα το πρωι και μου χαλασε ενα υπεροχο χουζουρι. Επινα το καφεδακι μου ξαπλωμενος και απολαμβανοντας την θαλασσα και την υπεροχη μερα.
“ρε δεν πηγες γραφειο; περασα και ειδα το αυτοκινητο. Τι εγινε σε πηρε ο υπνος;”
“οχι αγορινα μου δεν παω γραφειο σημερα θα φυγω κατευθειαν για αεροδρομια. Τι κανεις τωρα; ελα επανω να πιουμε καφε.”
“βαλε κι ερχομαι”
“μπονζουρ μεσιε, πως και τριγυρνας πρωι-πρωι;”
“ξεμειμανε από γαλα του μικρου και βγηκα να παρω, εσυ ετοιμος;”
“παντα, ρε Ακη δεν ειναι ωραια μερα σημερα οχι πες μου”
“να πω την αληθεια από εδω που καθεσαι καθε μερα ειναι ωραια. Ξερεις εαν εχω ζηλεψει από σενα ενα πραγμα ειναι αυτο το σπιτι. Αλλα και τα εφτακόσια που δινεις ειναι εξωπραγματικα, αληθεια ρε δεν σε εχω ρωτησει ποτε, ποσα παιρνεις εκει τον μηνα;”
“κοιτα εχουμε ενα συνθετο συστημα πληρωμων που περιλαμβανει μισθο, ποσοστα, και μπονους. Αλλα περιπου χιλια εννιακοσια ευρω τον μηνα, αν το δεις σε μηνιαια βαση. Συν το αυτοκινητο, το κινητο και εξοδα ταξιδιων.”
“μπραβο ρε μια χαρα ειναι, αλλα το σπιτι επιμενω οτι σου τρωει πολλα.”
“χρησταρα οι αθηναιοι ζουνε σε μια πολυβουη μοναξια, ζουνε αναμεσα σε κοσμο χωρις να μπορουνε να πουνε μια καλημερα σε ενα ξενο. Ξεφυγα από μια πυκνοκατοικημενη τρελλα για να ερθω κι εγω εδω να ζησω. Πιστεψε οτι πρωτη φορα ζω το σπιτι μου. Στην αθηνα μολις γυρναγα απ την δουλεια και εβγαινα εξω σαν τρελλος. Εδω πρωτα απ ολα γνωρισα εσας, εχω τα ψαρεματακια μου, εχω ξεχασει πως ανοιγει η τηλεοραση ξαναπιασα τα βιβλια και νομιζω πως ζω σε ενα ονειρο. Δεν πρεπει φιλε να ξαναγυρισουμε πισω. Πρεπει να το παλεψουμε οσο μπορουμε. Πιστεψε με δεν θα αντεξω να ξαναγυρισω αθηνα.”
“τι σε επιασε πρωι πρωι, εδω θα μεινουμε και σπιτια δικα μας θα αγορασουμε, και θα σε παντρεψουμε και ολα μια χαρα θα πανε, αντε σηκω τωρα να βγουμε λιγο εξω στην ταρατσα να χαζεψουμε κανενα κολο που περναει για παραλια”
“αχ κακομοιρη μου να σε ακουσει η Λίνα την εβαψες”
“να χαζεψουμε ειπαμε οχι να χαιδεψουμε αιντε σηκω, α μην ξεχασω αεροδρομιο θα σε παω εγω, τι ωρα πρεπει να φυγουμε;”
“θελω να παω νωρις να δω λιγο και την Αννα, εχω καιρο να δω την πρωην γυναικουλα μου και μου εχει λειψει.”
“αυτο παλι που το βαζεις; τι ανωμαλια ειναι αυτη. Αφου εχετε χωρισει”
“ε, και;”

“δεν τσακωθηκατε;”
“οπως βρηκα σε σενα ενα αδερφο στην Αννα βρηκα μια αδερφη, ασε μην το ψαχνεις ειναι περιπλοκο και δεν μπορει κανενας να μας καταλαβει.”
“μπραβο ρε φιλε τι να πω”
“να μην πεις τιποτα και να ετοιμαζομαστε σιγα σιγα γιατι θα χασουμε το αεροπλανο”

Το ταξιδι στην ιταλια κυλησε ηρεμα και πανω απ ολα επιτυχημενα στον τομεα της δουλειας. Πηγε δε τοσο καλα που εδραιωθηκα για τα καλα στην θεση μου καθως η συμβολη μου στο κλεισιμο μιας συμφωνιας για τον ομιλο, ηταν τοσο καθοριστικη που ακομα και ο προεδρος , απ οτι εμαθα μετα, δεν το περιμενε ουτε κι αυτος. Σε καθημερινη βαση ειχα επικοινωνια με την Αντα σε σημειο που ειχαμε γινει απαραιτητος ο ενας στον αλλο. Εαν περνουσε λιγο η καθορισμενη ωρα ανησυχουσα, καθως από μερους μου σεβομουνα την σχεση της και δεν ηθελα να δημιουργησω προβλημα καλωντας την ωρα που βρισκοταν εκει ο αντρας ο πολλα βαρυς.
Μου αρεσε οταν ξαπλωμενος το βραδυ στο κρεβατι του ξενοδοχειου της περιεγραφα τις περιηγησεις μου στα αξιοθετα της καθε πολης που ειχα επισκεφτει. Πίζα, Φλωρεντία, Ρώμη, ηταν οι στασεις μου και φροντιζα να βρισκω παντα λιγο χρονο να δω από κοντά οτι αξιζε να δει ενας τουριστας. Ετσι φτασαμε στην πεμπτη την οποια την ειχα αφιερωσει σε ψωνια για μενα και τους ανθρωπους που ηθελα να κανω καποια δωρα. Κατω ακριβως από το ξενοδοχειο που εμενα υπηρχε ενα μαγαζακι που ειχε προσφορα σε γυναικειες τσαντες. Φανταστειτε λοιπον εναν κυριο ενα ογδοντα δυο υψος μελαχρινο να καθεται και να βγαζει φωτογραφιες μια μια καθε τσαντα που υπηρχε στην βιτρινα. Ο λογος ηταν οτι η Νινέτα επρεπε να διαλεξει. Οταν το εξηγησα στον καταστηματαρχη που βγηκε και με ρωτησε τι κανω, με προσκαλεσε μεσα στο μαγαζι και μου εβαλε πανω σε ενα παγκο οτι καλυτερο ειχε προκειμενου να το φωτογραφησω και να το στειλω με το κινητο στην Νινέτα προκειμενου να επιλεξει. Πραγμα βεβαια πολυ δυσκολο, που ειχε την εξης καταληξη. Διαλεξε δεκα τσαντες και αν ηθελα ας μη τις αγοραζα.
Καπως ετσι κυλησε και η υπολοιπη μερα σε σημειο που αν καποιος κοιτουσε επισταμενα στις βαλιτσες , που ειχαν γινει δυο, να εβγαζε αβιαστα ενα συμπερασμα οτι προκειται για βαλιτσες gay που μεγαλωνει την γκαρνταρομπα του. Οταν η καρτα μου χτυπησε κοκκινο γυρισα κατακοπος στο ξενοδοχειο μου και απολαυσα από το μπαλκόνι το τελευταιο βραδυ μου σε μια πολη που ο ερωτας βρισκεται σε καθε γωνια της.
Θες η γλωσσα, οι ανθρωποι, η αναγεννηση που εχει αφησει ανεξιτηλα τα σημαδια της, η δικη μου διαθεση, ολα αυτα δημιουργουσαν τις προυποθεσεις να ονειρευτεις, να φτιαξεις το δικο σου συννεφο,καπου ψηλα, που να μη μπορει καμμια σκια να σου κοψει το φως, κανενας αερας να σε κουνησει, καμμια καταιγιδα να σε διαλυσει. Σε μια τετοια στιγμη το τηλεφωνο ζωντανεψε και ηταν η Αντα.
“πηρες στην πιο καταλληλη στιγμη ρε φιλεναδα”
“γιατι;”
“ειμαι στο μπαλκονι και πιστεψε με, αυτο που βλεπω μονο με γυναικα μπορω να το μοιραστω, ειναι τοσο ρομαντικα που νοιωθω την αναγκη να ερωτευτω τοσο δυνατα και τοσο μοναδικα, οσο ποτε αλλοτε μεχρι τωρα στην ζωη μου”
“Κώτσο τελικα εισαι ευαισθητουλης, και προσπαθεις να το κρυβεις, γιατι;”
“λαθος, δεν προσπαθω να το κρυψω, απλα οποιος μπορει το καταλαβαινει. Τι κανεις εσυ πως πηγε σημερα η μερα σου;.”
“Αν σου πω τον λογο για τον οποιο σε πηρα θα με μισησεις”
Αυτοματα ολα τα πηρε ο διαολος. Συννεφα, αναγενησση, ρωμη, εγιναν μια καταμαυρη μπαλλα.
“ωχ, για λέγε θα πονέσω;”
“Κωστή, σημερα με φωναξαν στο γραφειο προσωπικου.”
“και;”
“και μου εκαναν προταση να με μονιμοποιησουν.”
“Μπραβο ρε και εσυ τι ειπες;, θελεις βασικα να μεινεις;”
“η αμαρτια μου ειναι οτι θελω. Ξερω εκει τον κοσμο, ειναι και πιο κοντα στο σπιτι μου..και”
“δεν εχει και. Θα μεινεις εκει, αφου το θες, θα μεινεις.”
“ναι αλλα στον Βασίλη πως θα το πω, που με περιμενει από Δευτερα να παω;”



“μη του πεις τιποτα, αυριο γυρναω και θα δω πως θα το χειριστω.θα βρω μια δικαιολογια και θα το μπαλωσω, εσυ μονο να μην στεναχωριεσαι και ολα θα πανε καλα.”
“σιγουρα βρε Κωστή μου, μην σταθω αιτια και μαλωσετε;”
“παιδι μου εσυ θα απαντησεις θετικα αυριο και με τον Βασιλη μη σε νοιαζει, ωχου σιγα μην κατσουμε να σκασουμε. Σκοπος μας ποιος ηταν; να σου βρουμε δουλεια. ε. Λοιπον διαλεξαμε αυτη που μας αρεσει.αντε δεν θελω να σε ακουω στεναχωρημενη. Τελειωσε.”
“τι να πω δεν εχω λογια, τελικα εισαι σπανιος ανθρωπος.”
“και βεβαια ειμαι, ειπα γελωντας, αυτο μη το ξεχασεις ποτε”
“και να ηθελα δεν με αφηνεις”
“α, ρε χαζο, αν ηταν ετσι οι σπανιοι ανθρωποι.....” και αφησα την φραση μιση, με ενα αναστεναγμο να πνιγεται την ωρα που ηταν ετοιμος να βγει.
Το καταλαβε πραγμα που δεν το περιμενα οπως δεν περιμενα και το παρακατω σχολιο της.
“παντα υπαρχει καποιος ανθρωπος που μπορει να μας καταλαβει. Δες εμενα για παραδειγμα. Ουτε στα πιο τρελλα μου ονειρα δεν περιμενα, οτι καπου στην Αναβυσσο ενας φιλος του Ακη, που ειχαμε χασει στενη επαφη, θα υπηρχε ενας ανθρωπος που από την πρωτη τηλεφωνικη στιγμη μας θα κερδιζε την απολυτη εμπιστοσυνη μου, και θα αποτελουσε το στηριγμα μου.”
Μιλησαμε για καμποση ωρα ακομα, και την καληνυχτησα ανανεωνοντας το ραντεβου μας στα πατρια εδαφη

Δεν υπάρχουν σχόλια: